헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταμισθοφορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταμισθοφορέω καταμισθοφορήσω

형태분석: κατα (접두사) + μισθοφορέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to spend in paying

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμισθοφόρω

καταμισθοφόρεις

καταμισθοφόρει

쌍수 καταμισθοφόρειτον

καταμισθοφόρειτον

복수 καταμισθοφόρουμεν

καταμισθοφόρειτε

καταμισθοφόρουσιν*

접속법단수 καταμισθοφόρω

καταμισθοφόρῃς

καταμισθοφόρῃ

쌍수 καταμισθοφόρητον

καταμισθοφόρητον

복수 καταμισθοφόρωμεν

καταμισθοφόρητε

καταμισθοφόρωσιν*

기원법단수 καταμισθοφόροιμι

καταμισθοφόροις

καταμισθοφόροι

쌍수 καταμισθοφόροιτον

καταμισθοφοροίτην

복수 καταμισθοφόροιμεν

καταμισθοφόροιτε

καταμισθοφόροιεν

명령법단수 καταμισθοφο͂ρει

καταμισθοφορεῖτω

쌍수 καταμισθοφόρειτον

καταμισθοφορεῖτων

복수 καταμισθοφόρειτε

καταμισθοφοροῦντων, καταμισθοφορεῖτωσαν

부정사 καταμισθοφόρειν

분사 남성여성중성
καταμισθοφορων

καταμισθοφορουντος

καταμισθοφορουσα

καταμισθοφορουσης

καταμισθοφορουν

καταμισθοφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμισθοφόρουμαι

καταμισθοφόρει, καταμισθοφόρῃ

καταμισθοφόρειται

쌍수 καταμισθοφόρεισθον

καταμισθοφόρεισθον

복수 καταμισθοφοροῦμεθα

καταμισθοφόρεισθε

καταμισθοφόρουνται

접속법단수 καταμισθοφόρωμαι

καταμισθοφόρῃ

καταμισθοφόρηται

쌍수 καταμισθοφόρησθον

καταμισθοφόρησθον

복수 καταμισθοφορώμεθα

καταμισθοφόρησθε

καταμισθοφόρωνται

기원법단수 καταμισθοφοροίμην

καταμισθοφόροιο

καταμισθοφόροιτο

쌍수 καταμισθοφόροισθον

καταμισθοφοροίσθην

복수 καταμισθοφοροίμεθα

καταμισθοφόροισθε

καταμισθοφόροιντο

명령법단수 καταμισθοφόρου

καταμισθοφορεῖσθω

쌍수 καταμισθοφόρεισθον

καταμισθοφορεῖσθων

복수 καταμισθοφόρεισθε

καταμισθοφορεῖσθων, καταμισθοφορεῖσθωσαν

부정사 καταμισθοφόρεισθαι

분사 남성여성중성
καταμισθοφορουμενος

καταμισθοφορουμενου

καταμισθοφορουμενη

καταμισθοφορουμενης

καταμισθοφορουμενον

καταμισθοφορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμισθοφορήσω

καταμισθοφορήσεις

καταμισθοφορήσει

쌍수 καταμισθοφορήσετον

καταμισθοφορήσετον

복수 καταμισθοφορήσομεν

καταμισθοφορήσετε

καταμισθοφορήσουσιν*

기원법단수 καταμισθοφορήσοιμι

καταμισθοφορήσοις

καταμισθοφορήσοι

쌍수 καταμισθοφορήσοιτον

καταμισθοφορησοίτην

복수 καταμισθοφορήσοιμεν

καταμισθοφορήσοιτε

καταμισθοφορήσοιεν

부정사 καταμισθοφορήσειν

분사 남성여성중성
καταμισθοφορησων

καταμισθοφορησοντος

καταμισθοφορησουσα

καταμισθοφορησουσης

καταμισθοφορησον

καταμισθοφορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμισθοφορήσομαι

καταμισθοφορήσει, καταμισθοφορήσῃ

καταμισθοφορήσεται

쌍수 καταμισθοφορήσεσθον

καταμισθοφορήσεσθον

복수 καταμισθοφορησόμεθα

καταμισθοφορήσεσθε

καταμισθοφορήσονται

기원법단수 καταμισθοφορησοίμην

καταμισθοφορήσοιο

καταμισθοφορήσοιτο

쌍수 καταμισθοφορήσοισθον

καταμισθοφορησοίσθην

복수 καταμισθοφορησοίμεθα

καταμισθοφορήσοισθε

καταμισθοφορήσοιντο

부정사 καταμισθοφορήσεσθαι

분사 남성여성중성
καταμισθοφορησομενος

καταμισθοφορησομενου

καταμισθοφορησομενη

καταμισθοφορησομενης

καταμισθοφορησομενον

καταμισθοφορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to spend in paying

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION