헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταμιαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταμιαίνω καταμιανῶ

형태분석: κατα (접두사) + μιαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 오염시키다, 더럽히다, 불결하게 하다, 남용하다, 어기다
  1. to taint, defile, to wear squalid garments, wear mourning

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμιαίνω

(나는) 오염시킨다

καταμιαίνεις

(너는) 오염시킨다

καταμιαίνει

(그는) 오염시킨다

쌍수 καταμιαίνετον

(너희 둘은) 오염시킨다

καταμιαίνετον

(그 둘은) 오염시킨다

복수 καταμιαίνομεν

(우리는) 오염시킨다

καταμιαίνετε

(너희는) 오염시킨다

καταμιαίνουσιν*

(그들은) 오염시킨다

접속법단수 καταμιαίνω

(나는) 오염시키자

καταμιαίνῃς

(너는) 오염시키자

καταμιαίνῃ

(그는) 오염시키자

쌍수 καταμιαίνητον

(너희 둘은) 오염시키자

καταμιαίνητον

(그 둘은) 오염시키자

복수 καταμιαίνωμεν

(우리는) 오염시키자

καταμιαίνητε

(너희는) 오염시키자

καταμιαίνωσιν*

(그들은) 오염시키자

기원법단수 καταμιαίνοιμι

(나는) 오염시키기를 (바라다)

καταμιαίνοις

(너는) 오염시키기를 (바라다)

καταμιαίνοι

(그는) 오염시키기를 (바라다)

쌍수 καταμιαίνοιτον

(너희 둘은) 오염시키기를 (바라다)

καταμιαινοίτην

(그 둘은) 오염시키기를 (바라다)

복수 καταμιαίνοιμεν

(우리는) 오염시키기를 (바라다)

καταμιαίνοιτε

(너희는) 오염시키기를 (바라다)

καταμιαίνοιεν

(그들은) 오염시키기를 (바라다)

명령법단수 καταμίαινε

(너는) 오염시켜라

καταμιαινέτω

(그는) 오염시켜라

쌍수 καταμιαίνετον

(너희 둘은) 오염시켜라

καταμιαινέτων

(그 둘은) 오염시켜라

복수 καταμιαίνετε

(너희는) 오염시켜라

καταμιαινόντων, καταμιαινέτωσαν

(그들은) 오염시켜라

부정사 καταμιαίνειν

오염시키는 것

분사 남성여성중성
καταμιαινων

καταμιαινοντος

καταμιαινουσα

καταμιαινουσης

καταμιαινον

καταμιαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμιαίνομαι

(나는) 오염한다

καταμιαίνει, καταμιαίνῃ

(너는) 오염한다

καταμιαίνεται

(그는) 오염한다

쌍수 καταμιαίνεσθον

(너희 둘은) 오염한다

καταμιαίνεσθον

(그 둘은) 오염한다

복수 καταμιαινόμεθα

(우리는) 오염한다

καταμιαίνεσθε

(너희는) 오염한다

καταμιαίνονται

(그들은) 오염한다

접속법단수 καταμιαίνωμαι

(나는) 오염하자

καταμιαίνῃ

(너는) 오염하자

καταμιαίνηται

(그는) 오염하자

쌍수 καταμιαίνησθον

(너희 둘은) 오염하자

καταμιαίνησθον

(그 둘은) 오염하자

복수 καταμιαινώμεθα

(우리는) 오염하자

καταμιαίνησθε

(너희는) 오염하자

καταμιαίνωνται

(그들은) 오염하자

기원법단수 καταμιαινοίμην

(나는) 오염하기를 (바라다)

καταμιαίνοιο

(너는) 오염하기를 (바라다)

καταμιαίνοιτο

(그는) 오염하기를 (바라다)

쌍수 καταμιαίνοισθον

(너희 둘은) 오염하기를 (바라다)

καταμιαινοίσθην

(그 둘은) 오염하기를 (바라다)

복수 καταμιαινοίμεθα

(우리는) 오염하기를 (바라다)

καταμιαίνοισθε

(너희는) 오염하기를 (바라다)

καταμιαίνοιντο

(그들은) 오염하기를 (바라다)

명령법단수 καταμιαίνου

(너는) 오염해라

καταμιαινέσθω

(그는) 오염해라

쌍수 καταμιαίνεσθον

(너희 둘은) 오염해라

καταμιαινέσθων

(그 둘은) 오염해라

복수 καταμιαίνεσθε

(너희는) 오염해라

καταμιαινέσθων, καταμιαινέσθωσαν

(그들은) 오염해라

부정사 καταμιαίνεσθαι

오염하는 것

분사 남성여성중성
καταμιαινομενος

καταμιαινομενου

καταμιαινομενη

καταμιαινομενης

καταμιαινομενον

καταμιαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμίαινον

(나는) 오염시키고 있었다

κατεμίαινες

(너는) 오염시키고 있었다

κατεμίαινεν*

(그는) 오염시키고 있었다

쌍수 κατεμιαίνετον

(너희 둘은) 오염시키고 있었다

κατεμιαινέτην

(그 둘은) 오염시키고 있었다

복수 κατεμιαίνομεν

(우리는) 오염시키고 있었다

κατεμιαίνετε

(너희는) 오염시키고 있었다

κατεμίαινον

(그들은) 오염시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμιαινόμην

(나는) 오염하고 있었다

κατεμιαίνου

(너는) 오염하고 있었다

κατεμιαίνετο

(그는) 오염하고 있었다

쌍수 κατεμιαίνεσθον

(너희 둘은) 오염하고 있었다

κατεμιαινέσθην

(그 둘은) 오염하고 있었다

복수 κατεμιαινόμεθα

(우리는) 오염하고 있었다

κατεμιαίνεσθε

(너희는) 오염하고 있었다

κατεμιαίνοντο

(그들은) 오염하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION