헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταλαζονεύομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταλαζονεύομαι

형태분석: κατ (접두사) + ἀλαζονεύ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to boast or brag largely

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλαζονεύομαι

καταλαζονεύει, καταλαζονεύῃ

καταλαζονεύεται

쌍수 καταλαζονεύεσθον

καταλαζονεύεσθον

복수 καταλαζονευόμεθα

καταλαζονεύεσθε

καταλαζονεύονται

접속법단수 καταλαζονεύωμαι

καταλαζονεύῃ

καταλαζονεύηται

쌍수 καταλαζονεύησθον

καταλαζονεύησθον

복수 καταλαζονευώμεθα

καταλαζονεύησθε

καταλαζονεύωνται

기원법단수 καταλαζονευοίμην

καταλαζονεύοιο

καταλαζονεύοιτο

쌍수 καταλαζονεύοισθον

καταλαζονευοίσθην

복수 καταλαζονευοίμεθα

καταλαζονεύοισθε

καταλαζονεύοιντο

명령법단수 καταλαζονεύου

καταλαζονευέσθω

쌍수 καταλαζονεύεσθον

καταλαζονευέσθων

복수 καταλαζονεύεσθε

καταλαζονευέσθων, καταλαζονευέσθωσαν

부정사 καταλαζονεύεσθαι

분사 남성여성중성
καταλαζονευομενος

καταλαζονευομενου

καταλαζονευομενη

καταλαζονευομενης

καταλαζονευομενον

καταλαζονευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Φασὶ δ’ αὐτὸν ἐρωτηθέντα ὑπὸ τῶν μαθητῶν εἴ τι ἐπισκήπτει, εἰπεῖν, "ἐπισκήπτειν μὲν ἔχειν οὐδέν, πλὴν ὅτι πολλὰ τῶν ἡδέων ὁ βίοσ διὰ τὴν δόξαν καταλαζονεύεται. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. b'. QEOFRASTOS 5:7)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. b'. QEOFRASTOS 5:7)

유의어

  1. to boast or brag largely

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION