Ancient Greek-English Dictionary Language

καταλαζονεύομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: καταλαζονεύομαι

Structure: κατ (Prefix) + ἀλαζονεύ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to boast or brag largely

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταλαζονεύομαι καταλαζονεύει, καταλαζονεύῃ καταλαζονεύεται
Dual καταλαζονεύεσθον καταλαζονεύεσθον
Plural καταλαζονευόμεθα καταλαζονεύεσθε καταλαζονεύονται
SubjunctiveSingular καταλαζονεύωμαι καταλαζονεύῃ καταλαζονεύηται
Dual καταλαζονεύησθον καταλαζονεύησθον
Plural καταλαζονευώμεθα καταλαζονεύησθε καταλαζονεύωνται
OptativeSingular καταλαζονευοίμην καταλαζονεύοιο καταλαζονεύοιτο
Dual καταλαζονεύοισθον καταλαζονευοίσθην
Plural καταλαζονευοίμεθα καταλαζονεύοισθε καταλαζονεύοιντο
ImperativeSingular καταλαζονεύου καταλαζονευέσθω
Dual καταλαζονεύεσθον καταλαζονευέσθων
Plural καταλαζονεύεσθε καταλαζονευέσθων, καταλαζονευέσθωσαν
Infinitive καταλαζονεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταλαζονευομενος καταλαζονευομενου καταλαζονευομενη καταλαζονευομενης καταλαζονευομενον καταλαζονευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to boast or brag largely

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION