헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακυρόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακυρόω κατακυρώσω

형태분석: κατα (접두사) + κυρό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 확인하다, 비준하다, 승인하다, 확정하다
  1. to confirm, ratify, condemned

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακύρω

(나는) 확인한다

κατακύροις

(너는) 확인한다

κατακύροι

(그는) 확인한다

쌍수 κατακύρουτον

(너희 둘은) 확인한다

κατακύρουτον

(그 둘은) 확인한다

복수 κατακύρουμεν

(우리는) 확인한다

κατακύρουτε

(너희는) 확인한다

κατακύρουσιν*

(그들은) 확인한다

접속법단수 κατακύρω

(나는) 확인하자

κατακύροις

(너는) 확인하자

κατακύροι

(그는) 확인하자

쌍수 κατακύρωτον

(너희 둘은) 확인하자

κατακύρωτον

(그 둘은) 확인하자

복수 κατακύρωμεν

(우리는) 확인하자

κατακύρωτε

(너희는) 확인하자

κατακύρωσιν*

(그들은) 확인하자

기원법단수 κατακύροιμι

(나는) 확인하기를 (바라다)

κατακύροις

(너는) 확인하기를 (바라다)

κατακύροι

(그는) 확인하기를 (바라다)

쌍수 κατακύροιτον

(너희 둘은) 확인하기를 (바라다)

κατακυροίτην

(그 둘은) 확인하기를 (바라다)

복수 κατακύροιμεν

(우리는) 확인하기를 (바라다)

κατακύροιτε

(너희는) 확인하기를 (바라다)

κατακύροιεν

(그들은) 확인하기를 (바라다)

명령법단수 κατακῦρου

(너는) 확인해라

κατακυροῦτω

(그는) 확인해라

쌍수 κατακύρουτον

(너희 둘은) 확인해라

κατακυροῦτων

(그 둘은) 확인해라

복수 κατακύρουτε

(너희는) 확인해라

κατακυροῦντων, κατακυροῦτωσαν

(그들은) 확인해라

부정사 κατακύρουν

확인하는 것

분사 남성여성중성
κατακυρων

κατακυρουντος

κατακυρουσα

κατακυρουσης

κατακυρουν

κατακυρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακύρουμαι

(나는) 확인된다

κατακύροι

(너는) 확인된다

κατακύρουται

(그는) 확인된다

쌍수 κατακύρουσθον

(너희 둘은) 확인된다

κατακύρουσθον

(그 둘은) 확인된다

복수 κατακυροῦμεθα

(우리는) 확인된다

κατακύρουσθε

(너희는) 확인된다

κατακύρουνται

(그들은) 확인된다

접속법단수 κατακύρωμαι

(나는) 확인되자

κατακύροι

(너는) 확인되자

κατακύρωται

(그는) 확인되자

쌍수 κατακύρωσθον

(너희 둘은) 확인되자

κατακύρωσθον

(그 둘은) 확인되자

복수 κατακυρώμεθα

(우리는) 확인되자

κατακύρωσθε

(너희는) 확인되자

κατακύρωνται

(그들은) 확인되자

기원법단수 κατακυροίμην

(나는) 확인되기를 (바라다)

κατακύροιο

(너는) 확인되기를 (바라다)

κατακύροιτο

(그는) 확인되기를 (바라다)

쌍수 κατακύροισθον

(너희 둘은) 확인되기를 (바라다)

κατακυροίσθην

(그 둘은) 확인되기를 (바라다)

복수 κατακυροίμεθα

(우리는) 확인되기를 (바라다)

κατακύροισθε

(너희는) 확인되기를 (바라다)

κατακύροιντο

(그들은) 확인되기를 (바라다)

명령법단수 κατακύρου

(너는) 확인되어라

κατακυροῦσθω

(그는) 확인되어라

쌍수 κατακύρουσθον

(너희 둘은) 확인되어라

κατακυροῦσθων

(그 둘은) 확인되어라

복수 κατακύρουσθε

(너희는) 확인되어라

κατακυροῦσθων, κατακυροῦσθωσαν

(그들은) 확인되어라

부정사 κατακύρουσθαι

확인되는 것

분사 남성여성중성
κατακυρουμενος

κατακυρουμενου

κατακυρουμενη

κατακυρουμενης

κατακυρουμενον

κατακυρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακυρώσω

(나는) 확인하겠다

κατακυρώσεις

(너는) 확인하겠다

κατακυρώσει

(그는) 확인하겠다

쌍수 κατακυρώσετον

(너희 둘은) 확인하겠다

κατακυρώσετον

(그 둘은) 확인하겠다

복수 κατακυρώσομεν

(우리는) 확인하겠다

κατακυρώσετε

(너희는) 확인하겠다

κατακυρώσουσιν*

(그들은) 확인하겠다

기원법단수 κατακυρώσοιμι

(나는) 확인하겠기를 (바라다)

κατακυρώσοις

(너는) 확인하겠기를 (바라다)

κατακυρώσοι

(그는) 확인하겠기를 (바라다)

쌍수 κατακυρώσοιτον

(너희 둘은) 확인하겠기를 (바라다)

κατακυρωσοίτην

(그 둘은) 확인하겠기를 (바라다)

복수 κατακυρώσοιμεν

(우리는) 확인하겠기를 (바라다)

κατακυρώσοιτε

(너희는) 확인하겠기를 (바라다)

κατακυρώσοιεν

(그들은) 확인하겠기를 (바라다)

부정사 κατακυρώσειν

확인할 것

분사 남성여성중성
κατακυρωσων

κατακυρωσοντος

κατακυρωσουσα

κατακυρωσουσης

κατακυρωσον

κατακυρωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακυρώσομαι

(나는) 확인되겠다

κατακυρώσει, κατακυρώσῃ

(너는) 확인되겠다

κατακυρώσεται

(그는) 확인되겠다

쌍수 κατακυρώσεσθον

(너희 둘은) 확인되겠다

κατακυρώσεσθον

(그 둘은) 확인되겠다

복수 κατακυρωσόμεθα

(우리는) 확인되겠다

κατακυρώσεσθε

(너희는) 확인되겠다

κατακυρώσονται

(그들은) 확인되겠다

기원법단수 κατακυρωσοίμην

(나는) 확인되겠기를 (바라다)

κατακυρώσοιο

(너는) 확인되겠기를 (바라다)

κατακυρώσοιτο

(그는) 확인되겠기를 (바라다)

쌍수 κατακυρώσοισθον

(너희 둘은) 확인되겠기를 (바라다)

κατακυρωσοίσθην

(그 둘은) 확인되겠기를 (바라다)

복수 κατακυρωσοίμεθα

(우리는) 확인되겠기를 (바라다)

κατακυρώσοισθε

(너희는) 확인되겠기를 (바라다)

κατακυρώσοιντο

(그들은) 확인되겠기를 (바라다)

부정사 κατακυρώσεσθαι

확인될 것

분사 남성여성중성
κατακυρωσομενος

κατακυρωσομενου

κατακυρωσομενη

κατακυρωσομενης

κατακυρωσομενον

κατακυρωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκῦρουν

(나는) 확인하고 있었다

κατεκῦρους

(너는) 확인하고 있었다

κατεκῦρουν*

(그는) 확인하고 있었다

쌍수 κατεκύρουτον

(너희 둘은) 확인하고 있었다

κατεκυροῦτην

(그 둘은) 확인하고 있었다

복수 κατεκύρουμεν

(우리는) 확인하고 있었다

κατεκύρουτε

(너희는) 확인하고 있었다

κατεκῦρουν

(그들은) 확인하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκυροῦμην

(나는) 확인되고 있었다

κατεκύρου

(너는) 확인되고 있었다

κατεκύρουτο

(그는) 확인되고 있었다

쌍수 κατεκύρουσθον

(너희 둘은) 확인되고 있었다

κατεκυροῦσθην

(그 둘은) 확인되고 있었다

복수 κατεκυροῦμεθα

(우리는) 확인되고 있었다

κατεκύρουσθε

(너희는) 확인되고 있었다

κατεκύρουντο

(그들은) 확인되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 확인하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION