헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακοσμέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακοσμέω κατακοσμήσω

형태분석: κατ (접두사) + ἀκοσμέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 하다, 마련하다, 배열하다, 준비하다
  2. 꾸미다, 장식하다, 윤색하다
  1. to set in order, arrange, was fitting
  2. to fit out completely, adorn
  3. to reduce to order

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακοσμῶ

(나는) 한다

κατακοσμεῖς

(너는) 한다

κατακοσμεῖ

(그는) 한다

쌍수 κατακοσμεῖτον

(너희 둘은) 한다

κατακοσμεῖτον

(그 둘은) 한다

복수 κατακοσμοῦμεν

(우리는) 한다

κατακοσμεῖτε

(너희는) 한다

κατακοσμοῦσιν*

(그들은) 한다

접속법단수 κατακοσμῶ

(나는) 하자

κατακοσμῇς

(너는) 하자

κατακοσμῇ

(그는) 하자

쌍수 κατακοσμῆτον

(너희 둘은) 하자

κατακοσμῆτον

(그 둘은) 하자

복수 κατακοσμῶμεν

(우리는) 하자

κατακοσμῆτε

(너희는) 하자

κατακοσμῶσιν*

(그들은) 하자

기원법단수 κατακοσμοῖμι

(나는) 하기를 (바라다)

κατακοσμοῖς

(너는) 하기를 (바라다)

κατακοσμοῖ

(그는) 하기를 (바라다)

쌍수 κατακοσμοῖτον

(너희 둘은) 하기를 (바라다)

κατακοσμοίτην

(그 둘은) 하기를 (바라다)

복수 κατακοσμοῖμεν

(우리는) 하기를 (바라다)

κατακοσμοῖτε

(너희는) 하기를 (바라다)

κατακοσμοῖεν

(그들은) 하기를 (바라다)

명령법단수 κατακόσμει

(너는) 해라

κατακοσμείτω

(그는) 해라

쌍수 κατακοσμεῖτον

(너희 둘은) 해라

κατακοσμείτων

(그 둘은) 해라

복수 κατακοσμεῖτε

(너희는) 해라

κατακοσμούντων, κατακοσμείτωσαν

(그들은) 해라

부정사 κατακοσμεῖν

하는 것

분사 남성여성중성
κατακοσμων

κατακοσμουντος

κατακοσμουσα

κατακοσμουσης

κατακοσμουν

κατακοσμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακοσμοῦμαι

(나는) 된다

κατακοσμεῖ, κατακοσμῇ

(너는) 된다

κατακοσμεῖται

(그는) 된다

쌍수 κατακοσμεῖσθον

(너희 둘은) 된다

κατακοσμεῖσθον

(그 둘은) 된다

복수 κατακοσμούμεθα

(우리는) 된다

κατακοσμεῖσθε

(너희는) 된다

κατακοσμοῦνται

(그들은) 된다

접속법단수 κατακοσμῶμαι

(나는) 되자

κατακοσμῇ

(너는) 되자

κατακοσμῆται

(그는) 되자

쌍수 κατακοσμῆσθον

(너희 둘은) 되자

κατακοσμῆσθον

(그 둘은) 되자

복수 κατακοσμώμεθα

(우리는) 되자

κατακοσμῆσθε

(너희는) 되자

κατακοσμῶνται

(그들은) 되자

기원법단수 κατακοσμοίμην

(나는) 되기를 (바라다)

κατακοσμοῖο

(너는) 되기를 (바라다)

κατακοσμοῖτο

(그는) 되기를 (바라다)

쌍수 κατακοσμοῖσθον

(너희 둘은) 되기를 (바라다)

κατακοσμοίσθην

(그 둘은) 되기를 (바라다)

복수 κατακοσμοίμεθα

(우리는) 되기를 (바라다)

κατακοσμοῖσθε

(너희는) 되기를 (바라다)

κατακοσμοῖντο

(그들은) 되기를 (바라다)

명령법단수 κατακοσμοῦ

(너는) 되어라

κατακοσμείσθω

(그는) 되어라

쌍수 κατακοσμεῖσθον

(너희 둘은) 되어라

κατακοσμείσθων

(그 둘은) 되어라

복수 κατακοσμεῖσθε

(너희는) 되어라

κατακοσμείσθων, κατακοσμείσθωσαν

(그들은) 되어라

부정사 κατακοσμεῖσθαι

되는 것

분사 남성여성중성
κατακοσμουμενος

κατακοσμουμενου

κατακοσμουμενη

κατακοσμουμενης

κατακοσμουμενον

κατακοσμουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακοσμήσω

(나는) 하겠다

κατακοσμήσεις

(너는) 하겠다

κατακοσμήσει

(그는) 하겠다

쌍수 κατακοσμήσετον

(너희 둘은) 하겠다

κατακοσμήσετον

(그 둘은) 하겠다

복수 κατακοσμήσομεν

(우리는) 하겠다

κατακοσμήσετε

(너희는) 하겠다

κατακοσμήσουσιν*

(그들은) 하겠다

기원법단수 κατακοσμήσοιμι

(나는) 하겠기를 (바라다)

κατακοσμήσοις

(너는) 하겠기를 (바라다)

κατακοσμήσοι

(그는) 하겠기를 (바라다)

쌍수 κατακοσμήσοιτον

(너희 둘은) 하겠기를 (바라다)

κατακοσμησοίτην

(그 둘은) 하겠기를 (바라다)

복수 κατακοσμήσοιμεν

(우리는) 하겠기를 (바라다)

κατακοσμήσοιτε

(너희는) 하겠기를 (바라다)

κατακοσμήσοιεν

(그들은) 하겠기를 (바라다)

부정사 κατακοσμήσειν

할 것

분사 남성여성중성
κατακοσμησων

κατακοσμησοντος

κατακοσμησουσα

κατακοσμησουσης

κατακοσμησον

κατακοσμησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακοσμήσομαι

(나는) 되겠다

κατακοσμήσει, κατακοσμήσῃ

(너는) 되겠다

κατακοσμήσεται

(그는) 되겠다

쌍수 κατακοσμήσεσθον

(너희 둘은) 되겠다

κατακοσμήσεσθον

(그 둘은) 되겠다

복수 κατακοσμησόμεθα

(우리는) 되겠다

κατακοσμήσεσθε

(너희는) 되겠다

κατακοσμήσονται

(그들은) 되겠다

기원법단수 κατακοσμησοίμην

(나는) 되겠기를 (바라다)

κατακοσμήσοιο

(너는) 되겠기를 (바라다)

κατακοσμήσοιτο

(그는) 되겠기를 (바라다)

쌍수 κατακοσμήσοισθον

(너희 둘은) 되겠기를 (바라다)

κατακοσμησοίσθην

(그 둘은) 되겠기를 (바라다)

복수 κατακοσμησοίμεθα

(우리는) 되겠기를 (바라다)

κατακοσμήσοισθε

(너희는) 되겠기를 (바라다)

κατακοσμήσοιντο

(그들은) 되겠기를 (바라다)

부정사 κατακοσμήσεσθαι

될 것

분사 남성여성중성
κατακοσμησομενος

κατακοσμησομενου

κατακοσμησομενη

κατακοσμησομενης

κατακοσμησομενον

κατακοσμησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατήκοσμουν

(나는) 하고 있었다

κατήκοσμεις

(너는) 하고 있었다

κατήκοσμειν*

(그는) 하고 있었다

쌍수 κατηκο͂σμειτον

(너희 둘은) 하고 있었다

κατηκόσμειτην

(그 둘은) 하고 있었다

복수 κατήκοσμουμεν

(우리는) 하고 있었다

κατηκο͂σμειτε

(너희는) 하고 있었다

κατήκοσμουν

(그들은) 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηκόσμουμην

(나는) 되고 있었다

κατηκο͂σμου

(너는) 되고 있었다

κατηκο͂σμειτο

(그는) 되고 있었다

쌍수 κατηκο͂σμεισθον

(너희 둘은) 되고 있었다

κατηκόσμεισθην

(그 둘은) 되고 있었다

복수 κατηκόσμουμεθα

(우리는) 되고 있었다

κατηκο͂σμεισθε

(너희는) 되고 있었다

κατηκο͂σμουντο

(그들은) 되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἆρ’ οὐ κατὰ φύσιν τὴν περὶ γενέσεωσ ἀρχὴν πρώτην πόλεων πέρι κατακοσμήσει ταῖσ τάξεσιν; (Plato, Laws, book 4 101:7)

    (플라톤, Laws, book 4 101:7)

유의어

  1. 하다

  2. to reduce to order

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION