헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακορής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακορής κατακορές

형태분석: κατακορη (어간) + ς (어미)

어원: kore/nnumi

  1. 과도한, 만족할 줄 모르는, 탐욕스러운, 완고한, 고집센, 초과한
  1. satiated, glutted, insatiable, excessive, wearisome

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 κατακορής

과도한 (이)가

κατάκορες

과도한 (것)가

속격 κατακορούς

과도한 (이)의

κατακόρους

과도한 (것)의

여격 κατακορεί

과도한 (이)에게

κατακόρει

과도한 (것)에게

대격 κατακορή

과도한 (이)를

κατάκορες

과도한 (것)를

호격 κατακορές

과도한 (이)야

κατάκορες

과도한 (것)야

쌍수주/대/호 κατακορεί

과도한 (이)들이

κατακόρει

과도한 (것)들이

속/여 κατακοροίν

과도한 (이)들의

κατακόροιν

과도한 (것)들의

복수주격 κατακορείς

과도한 (이)들이

κατακόρη

과도한 (것)들이

속격 κατακορών

과도한 (이)들의

κατακόρων

과도한 (것)들의

여격 κατακορέσιν*

과도한 (이)들에게

κατακόρεσιν*

과도한 (것)들에게

대격 κατακορείς

과도한 (이)들을

κατακόρη

과도한 (것)들을

호격 κατακορείς

과도한 (이)들아

κατακόρη

과도한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παρέπεται δὲ δύσπνοια, ἀγρυπνίη, ἀποσιτίη, μήλων ἐρύθημα φαιδρὸν, βὴξ ξηρὴ, πτύελα μόλισ ἀναγόμενα, φλέγμα ἢ χολῶδεσ, ἢ δίαιμον κατακορέωσ , ἢ ὑπόξανθον· καὶ τάδε τάξιν οὐκ ἴσχοντα, ἄλλοτε δὲ ἄλλα ἐπιφοιτέοντα καὶ ἀπογιγνόμενα· κάκιον δὲ ἁπάντων, ἢν τὸ δίαιμον ἐκλείπῃ, γίγνονται δὲ παράληροι· ἔστι δ’ ὅτε καὶ κωματώδεεσ , καὶ ἐν τῇ καταφορῇ παράφοροι. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 126)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 126)

  • ἰσχνὰ γὰρ τῇδε τὰ φλεβία, σμικραὶ δὲ καὶ ἀρτηρίαι· ἰδέῃ δὲ τὸ αἷμα οὐ κάρτα μέλαν, ἢ ὑπόξανθον οὐ κατακορέωσ , λεῖον, ἢ σιάλοισι μεμιγμένον , ξὺν ναυτίῃ καὶ ἐμέτῳ ἀναφερόμενον. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 63)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 63)

  • Ἀπὸ δὲ τῆσ τρηχείησ ἀρτηρίησ μικρὸν καὶ σφόδρα ξανθὸν τὸ αἷμα καὶ ξὺν βηχὶ ἀνάγουσι· κἢν μὴ ἀνάγωσι δὲ, διηνεκέωσ βήσσουσ ι· αἴσθησισ δὲ καὶ πόνου, ἔνθα ὁ βρόγχοσ, ἢ μικρόν τι νέρθεν ἢ ὕπερθεν· φωνὴν βραγχώδεεσ , ἀσαφέεσ· Ἢν δὲ ἀπὸ πνεύμονοσ ᾖ, ἀθρόωσ ἡ ἀναγωγὴ, ἐπὶ δὲ μᾶλλον, εἰ ἐκ διαβρώσιοσ , ξὺν βηχὶ πολλῇ ξανθὸν κατακορέωσ , ἀφρῶδεσ, στρογγύλον , ὡσ ἄλλην ἀπ’ ἄλλησ ἀναγωγὴν διακεκρίσθαι· ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν ξυνῷ ἀγγείῳ φορὴτῶν τοῦ θώρηκοσ ἀναγομένων ἄλλη· καὶ διαστήσαισ ἂν τὰ ξυμμεμιγμένα ἐκ παραθέσιοσ, ὡσ ὄντα μέρεα θώρηκοσ · τὴσ τὰ δὲ ἰδέην σαρκοει δέα δοκοίησ ἂν πλεύμονοσ ἔμμεναι μέρεα. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 68)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 68)

  • Πῦρ μὲν πάντη καὶ δριμὺ καὶ λεπτὸν, μάλιστα δὲ τὰ εἴσω· ἀναπνοὴ θερμὴ, ὡσ ἐκ πυρὸσ, ἠέροσ ὁλκὴ μεγάλη, ψυχροῦ ἐπιθυμίη, γλώσσησ ξηρότησ, αὐασμὸσ χειλέων καὶ δέρματοσ, ἄκρεα ψυχρὰ, οὖρα χολόβαφα κατακορέωσ , ἀγρυπνίη, σφυγμοὶ πυκνοὶ, σμικροὶ, ἔκλυτοι · ὀφθαλμοὶ εὐαγέεσ, λαμπροὶ , ὑπέρυθροι· προσώπου εὐχροίη. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 111)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 111)

  • Ἢν δὲ ἐσ τὸ κάκιον ἐπιδιδῷ, καὶ στρόφοι μείζονεσ, λειποθυμίη , ἔκλυσισ μελέων, ἀπορίη, ἀποσιτίη · ἢν δὲ καί τι προσενέγ κωνται , πολλῷ Ῥοίζῳ ξὺν ναυτίῃ ἐσ ἔμετον διεκθέει ξανθὴ χολὴ κατακορέωσ καὶ τὰ διαχωρήματα ὅμοια· σπασμοὶ, ξυνολκαὶ μυῶν τῶν ἐν τῇ κνήμῃ καὶ βραχιόνων· δάκτυλοι καμπύλοι, σκοτόδινοσ , λὺγξ, ὄνυχεσ πελιδνοὶ, κατάψυξισ, ἄκρεα ψυχρὰ, καὶ τὸ ὅλον Ῥιγώδεεσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 123)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 123)

유의어

  1. 과도한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION