헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατάκομος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατάκομος κατάκομον

형태분석: κατακομ (어간) + ος (어미)

어원: ko/mh

  1. with long falling hair

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 κατάκομος

(이)가

κατάκομον

(것)가

속격 κατακόμου

(이)의

κατακόμου

(것)의

여격 κατακόμῳ

(이)에게

κατακόμῳ

(것)에게

대격 κατάκομον

(이)를

κατάκομον

(것)를

호격 κατάκομε

(이)야

κατάκομον

(것)야

쌍수주/대/호 κατακόμω

(이)들이

κατακόμω

(것)들이

속/여 κατακόμοιν

(이)들의

κατακόμοιν

(것)들의

복수주격 κατάκομοι

(이)들이

κατάκομα

(것)들이

속격 κατακόμων

(이)들의

κατακόμων

(것)들의

여격 κατακόμοις

(이)들에게

κατακόμοις

(것)들에게

대격 κατακόμους

(이)들을

κατάκομα

(것)들을

호격 κατάκομοι

(이)들아

κατάκομα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὁρᾷ δὲ δριμὺ καὶ ἐπὶ τοῦ στήθουσ ἔχει πρόσωπόν τι φοβερὸν ἐχίδναισ κατάκομον, ὅπερ ἐγὼ μάλιστα δέδια· (Lucian, Dialogi deorum, 2:8)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 2:8)

  • νέοσ ὁ μόσχοσ ἄρ‐ τι γένυν ὑπὸ κόρυθ’ ἁπαλότριχα κατάκομον θάλλει. (Euripides, choral, antistrophe 14)

    (에우리피데스, choral, antistrophe 14)

  • ἔτι δ’ ὑπὲρ τούτων ὡσ πρὸσ μεσημβρίαν οἱ κυναμολγοί, ὑπὸ δὲ τῶν ἐντοπίων ἄγριοι καλούμενοι, κατάκομοι, καταπώγωνεσ, κύνασ ἐκτρέφοντεσ εὐμεγέθεισ, οἷσ θηρεύουσι τοὺσ ἐπερχομένουσ ἐκ τῆσ πλησιοχώρου βόασ Ἰνδικούσ, εἴθ’ ὑπὸ θηρίων ἐξελαυνομένουσ εἴτε σπάνει νομῆσ· (Strabo, Geography, book 16, chapter 4 20:1)

    (스트라본, 지리학, book 16, chapter 4 20:1)

유의어

  1. with long falling hair

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION