Ancient Greek-English Dictionary Language

καταιβάτης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καταιβάτης καταιβάτες

Structure: καταιβατη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: poet. for kataba/ths

Sense

  1. as descending in thunder and lightning, descending, hurled down
  2. that to which one descends, downward

Examples

  • Δημήτριοσ δέ, ᾧ τῆσ Ἀλεξάνδρου δυνάμεωσ ἡ Τύχη σμικρὸν ἀποσπάσασα προσέθηκε, Καταιβάτησ καλούμενοσ ὑπήκουε, καὶ πρέσβεισ πρὸσ αὐτὸν οὐκ ἔπεμπον ἀλλὰ θεωροὺσ αἱ πόλεισ, καὶ τὰσ ἀποκρίσεισ χρησμοὺσ προσηγόρευον. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 5 10:2)
  • Δημήτριοσ δέ, ᾧ τῆσ Ἀλεξάνδρου δυνάμεωσ ἡ Τύχη σμικρὸν ἀποσπάσασα προσέθηκε, Καταιβάτησ καλούμενοσ ὑπήκουε, καὶ πρέσβεισ πρὸσ αὐτὸν οὐκ ἔπεμπον ἀλλὰ θεωροὺσ αἱ πόλεισ, καὶ τὰσ ἀποκρίσεισ χρησμοὺσ προσηγόρευον. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 5 4:2)
  • ἀλλ’ ἦλθεν αὐτῷ Ζηνὸσ ἄγρυπνον βέλοσ, καταιβάτησ κεραυνὸσ ἐκπνέων φλόγα, ὃσ αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 3:11)
  • οὗτοσ βασιλεὺσ, πολιεὺσ, καταιβάτησ, ὑέτιοσ, οὐράνιοσ, κορυφαῖοσ, πάνθ’ ὅσα αὐτὸσ εὑρ͂ε μεγάλα καὶ ἑαυτῷ πρέποντα ὀνόματα. (Aristides, Aelius, Orationes, 8:6)

Synonyms

  1. as descending in thunder and lightning

  2. that to which one descends

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION