헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφωτίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφωτίζω καταφωτίσω

형태분석: κατα (접두사) + φωτίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 밝히다, 밝게 하다, 비추다
  1. to illuminate, light up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφωτίζω

(나는) 밝힌다

καταφωτίζεις

(너는) 밝힌다

καταφωτίζει

(그는) 밝힌다

쌍수 καταφωτίζετον

(너희 둘은) 밝힌다

καταφωτίζετον

(그 둘은) 밝힌다

복수 καταφωτίζομεν

(우리는) 밝힌다

καταφωτίζετε

(너희는) 밝힌다

καταφωτίζουσιν*

(그들은) 밝힌다

접속법단수 καταφωτίζω

(나는) 밝히자

καταφωτίζῃς

(너는) 밝히자

καταφωτίζῃ

(그는) 밝히자

쌍수 καταφωτίζητον

(너희 둘은) 밝히자

καταφωτίζητον

(그 둘은) 밝히자

복수 καταφωτίζωμεν

(우리는) 밝히자

καταφωτίζητε

(너희는) 밝히자

καταφωτίζωσιν*

(그들은) 밝히자

기원법단수 καταφωτίζοιμι

(나는) 밝히기를 (바라다)

καταφωτίζοις

(너는) 밝히기를 (바라다)

καταφωτίζοι

(그는) 밝히기를 (바라다)

쌍수 καταφωτίζοιτον

(너희 둘은) 밝히기를 (바라다)

καταφωτιζοίτην

(그 둘은) 밝히기를 (바라다)

복수 καταφωτίζοιμεν

(우리는) 밝히기를 (바라다)

καταφωτίζοιτε

(너희는) 밝히기를 (바라다)

καταφωτίζοιεν

(그들은) 밝히기를 (바라다)

명령법단수 καταφώτιζε

(너는) 밝혀라

καταφωτιζέτω

(그는) 밝혀라

쌍수 καταφωτίζετον

(너희 둘은) 밝혀라

καταφωτιζέτων

(그 둘은) 밝혀라

복수 καταφωτίζετε

(너희는) 밝혀라

καταφωτιζόντων, καταφωτιζέτωσαν

(그들은) 밝혀라

부정사 καταφωτίζειν

밝히는 것

분사 남성여성중성
καταφωτιζων

καταφωτιζοντος

καταφωτιζουσα

καταφωτιζουσης

καταφωτιζον

καταφωτιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφωτίζομαι

(나는) 밝는다

καταφωτίζει, καταφωτίζῃ

(너는) 밝는다

καταφωτίζεται

(그는) 밝는다

쌍수 καταφωτίζεσθον

(너희 둘은) 밝는다

καταφωτίζεσθον

(그 둘은) 밝는다

복수 καταφωτιζόμεθα

(우리는) 밝는다

καταφωτίζεσθε

(너희는) 밝는다

καταφωτίζονται

(그들은) 밝는다

접속법단수 καταφωτίζωμαι

(나는) 밝자

καταφωτίζῃ

(너는) 밝자

καταφωτίζηται

(그는) 밝자

쌍수 καταφωτίζησθον

(너희 둘은) 밝자

καταφωτίζησθον

(그 둘은) 밝자

복수 καταφωτιζώμεθα

(우리는) 밝자

καταφωτίζησθε

(너희는) 밝자

καταφωτίζωνται

(그들은) 밝자

기원법단수 καταφωτιζοίμην

(나는) 밝기를 (바라다)

καταφωτίζοιο

(너는) 밝기를 (바라다)

καταφωτίζοιτο

(그는) 밝기를 (바라다)

쌍수 καταφωτίζοισθον

(너희 둘은) 밝기를 (바라다)

καταφωτιζοίσθην

(그 둘은) 밝기를 (바라다)

복수 καταφωτιζοίμεθα

(우리는) 밝기를 (바라다)

καταφωτίζοισθε

(너희는) 밝기를 (바라다)

καταφωτίζοιντο

(그들은) 밝기를 (바라다)

명령법단수 καταφωτίζου

(너는) 밝아라

καταφωτιζέσθω

(그는) 밝아라

쌍수 καταφωτίζεσθον

(너희 둘은) 밝아라

καταφωτιζέσθων

(그 둘은) 밝아라

복수 καταφωτίζεσθε

(너희는) 밝아라

καταφωτιζέσθων, καταφωτιζέσθωσαν

(그들은) 밝아라

부정사 καταφωτίζεσθαι

밝는 것

분사 남성여성중성
καταφωτιζομενος

καταφωτιζομενου

καταφωτιζομενη

καταφωτιζομενης

καταφωτιζομενον

καταφωτιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφωτίσω

(나는) 밝히겠다

καταφωτίσεις

(너는) 밝히겠다

καταφωτίσει

(그는) 밝히겠다

쌍수 καταφωτίσετον

(너희 둘은) 밝히겠다

καταφωτίσετον

(그 둘은) 밝히겠다

복수 καταφωτίσομεν

(우리는) 밝히겠다

καταφωτίσετε

(너희는) 밝히겠다

καταφωτίσουσιν*

(그들은) 밝히겠다

기원법단수 καταφωτίσοιμι

(나는) 밝히겠기를 (바라다)

καταφωτίσοις

(너는) 밝히겠기를 (바라다)

καταφωτίσοι

(그는) 밝히겠기를 (바라다)

쌍수 καταφωτίσοιτον

(너희 둘은) 밝히겠기를 (바라다)

καταφωτισοίτην

(그 둘은) 밝히겠기를 (바라다)

복수 καταφωτίσοιμεν

(우리는) 밝히겠기를 (바라다)

καταφωτίσοιτε

(너희는) 밝히겠기를 (바라다)

καταφωτίσοιεν

(그들은) 밝히겠기를 (바라다)

부정사 καταφωτίσειν

밝힐 것

분사 남성여성중성
καταφωτισων

καταφωτισοντος

καταφωτισουσα

καταφωτισουσης

καταφωτισον

καταφωτισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφωτίσομαι

(나는) 밝겠다

καταφωτίσει, καταφωτίσῃ

(너는) 밝겠다

καταφωτίσεται

(그는) 밝겠다

쌍수 καταφωτίσεσθον

(너희 둘은) 밝겠다

καταφωτίσεσθον

(그 둘은) 밝겠다

복수 καταφωτισόμεθα

(우리는) 밝겠다

καταφωτίσεσθε

(너희는) 밝겠다

καταφωτίσονται

(그들은) 밝겠다

기원법단수 καταφωτισοίμην

(나는) 밝겠기를 (바라다)

καταφωτίσοιο

(너는) 밝겠기를 (바라다)

καταφωτίσοιτο

(그는) 밝겠기를 (바라다)

쌍수 καταφωτίσοισθον

(너희 둘은) 밝겠기를 (바라다)

καταφωτισοίσθην

(그 둘은) 밝겠기를 (바라다)

복수 καταφωτισοίμεθα

(우리는) 밝겠기를 (바라다)

καταφωτίσοισθε

(너희는) 밝겠기를 (바라다)

καταφωτίσοιντο

(그들은) 밝겠기를 (바라다)

부정사 καταφωτίσεσθαι

밝을 것

분사 남성여성중성
καταφωτισομενος

καταφωτισομενου

καταφωτισομενη

καταφωτισομενης

καταφωτισομενον

καταφωτισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφώτιζον

(나는) 밝히고 있었다

κατεφώτιζες

(너는) 밝히고 있었다

κατεφώτιζεν*

(그는) 밝히고 있었다

쌍수 κατεφωτίζετον

(너희 둘은) 밝히고 있었다

κατεφωτιζέτην

(그 둘은) 밝히고 있었다

복수 κατεφωτίζομεν

(우리는) 밝히고 있었다

κατεφωτίζετε

(너희는) 밝히고 있었다

κατεφώτιζον

(그들은) 밝히고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφωτιζόμην

(나는) 밝고 있었다

κατεφωτίζου

(너는) 밝고 있었다

κατεφωτίζετο

(그는) 밝고 있었다

쌍수 κατεφωτίζεσθον

(너희 둘은) 밝고 있었다

κατεφωτιζέσθην

(그 둘은) 밝고 있었다

복수 κατεφωτιζόμεθα

(우리는) 밝고 있었다

κατεφωτίζεσθε

(너희는) 밝고 있었다

κατεφωτίζοντο

(그들은) 밝고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION