헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταέννυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταέννυμι

형태분석: καταέννυ (어간) + μι (인칭어미)

어원: only in imperf., aor1 and perf. pass.

  1. 덮다, 감싸다, 걸치다
  1. to clothe, cover

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταέννυμι

(나는) 덮는다

κατάεννυς

(너는) 덮는다

καταέννυσιν*

(그는) 덮는다

쌍수 καταέννυτον

(너희 둘은) 덮는다

καταέννυτον

(그 둘은) 덮는다

복수 καταέννυμεν

(우리는) 덮는다

καταέννυτε

(너희는) 덮는다

καταεννύᾱσιν*

(그들은) 덮는다

접속법단수 καταεννύω

(나는) 덮자

καταεννύῃς

(너는) 덮자

καταεννύῃ

(그는) 덮자

쌍수 καταεννύητον

(너희 둘은) 덮자

καταεννύητον

(그 둘은) 덮자

복수 καταεννύωμεν

(우리는) 덮자

καταεννύητε

(너희는) 덮자

καταεννύωσιν*

(그들은) 덮자

기원법단수 καταεννύοιμι

(나는) 덮기를 (바라다)

καταεννύοις

(너는) 덮기를 (바라다)

καταεννύοι

(그는) 덮기를 (바라다)

쌍수 καταεννύοιτον

(너희 둘은) 덮기를 (바라다)

καταεννυοίτην

(그 둘은) 덮기를 (바라다)

복수 καταεννύοιμεν

(우리는) 덮기를 (바라다)

καταεννύοιτε

(너희는) 덮기를 (바라다)

καταεννύοιεν

(그들은) 덮기를 (바라다)

명령법단수 κατάεννυ

(너는) 덮어라

καταεννύτω

(그는) 덮어라

쌍수 καταέννυτον

(너희 둘은) 덮어라

καταεννύτων

(그 둘은) 덮어라

복수 καταέννυτε

(너희는) 덮어라

καταεννύντων

(그들은) 덮어라

부정사 καταεννύναι

덮는 것

분사 남성여성중성
καταεννῡς

καταεννυντος

καταεννῡσα

καταεννῡσης

καταεννυν

καταεννυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταέννυμαι

(나는) 덮어진다

καταέννυσαι

(너는) 덮어진다

καταέννυται

(그는) 덮어진다

쌍수 καταέννυσθον

(너희 둘은) 덮어진다

καταέννυσθον

(그 둘은) 덮어진다

복수 καταεννύμεθα

(우리는) 덮어진다

καταέννυσθε

(너희는) 덮어진다

καταέννυνται

(그들은) 덮어진다

접속법단수 καταεννύωμαι

(나는) 덮어지자

καταεννύῃ

(너는) 덮어지자

καταεννύηται

(그는) 덮어지자

쌍수 καταεννύησθον

(너희 둘은) 덮어지자

καταεννύησθον

(그 둘은) 덮어지자

복수 καταεννυώμεθα

(우리는) 덮어지자

καταεννύησθε

(너희는) 덮어지자

καταεννύωνται

(그들은) 덮어지자

기원법단수 καταεννυοίμην

(나는) 덮어지기를 (바라다)

καταεννύοιο

(너는) 덮어지기를 (바라다)

καταεννύοιτο

(그는) 덮어지기를 (바라다)

쌍수 καταεννύοισθον

(너희 둘은) 덮어지기를 (바라다)

καταεννυοίσθην

(그 둘은) 덮어지기를 (바라다)

복수 καταεννυοίμεθα

(우리는) 덮어지기를 (바라다)

καταεννύοισθε

(너희는) 덮어지기를 (바라다)

καταεννύοιντο

(그들은) 덮어지기를 (바라다)

명령법단수 καταέννυσο

(너는) 덮어져라

καταεννύσθω

(그는) 덮어져라

쌍수 καταέννυσθον

(너희 둘은) 덮어져라

καταεννύσθων

(그 둘은) 덮어져라

복수 καταέννυσθε

(너희는) 덮어져라

καταεννύσθων

(그들은) 덮어져라

부정사 καταέννυσθαι

덮어지는 것

분사 남성여성중성
καταεννυμενος

καταεννυμενου

καταεννυμενη

καταεννυμενης

καταεννυμενον

καταεννυμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκατάεννυν

(나는) 덮고 있었다

ἐκατάεννυς

(너는) 덮고 있었다

ἐκατάεννυν*

(그는) 덮고 있었다

쌍수 ἐκαταέννυτον

(너희 둘은) 덮고 있었다

ἐκαταεννύτην

(그 둘은) 덮고 있었다

복수 ἐκαταέννυμεν

(우리는) 덮고 있었다

ἐκαταέννυτε

(너희는) 덮고 있었다

ἐκαταέννυσαν

(그들은) 덮고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκαταεννύμην

(나는) 덮어지고 있었다

ἐκαταεννύου, ἐκαταέννυσο

(너는) 덮어지고 있었다

ἐκαταέννυτο

(그는) 덮어지고 있었다

쌍수 ἐκαταέννυσθον

(너희 둘은) 덮어지고 있었다

ἐκαταεννύσθην

(그 둘은) 덮어지고 있었다

복수 ἐκαταεννύμεθα

(우리는) 덮어지고 있었다

ἐκαταέννυσθε

(너희는) 덮어지고 있었다

ἐκαταέννυντο

(그들은) 덮어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 덮다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION