헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταδίκη

; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταδίκη

  1. judgment given against one: the damages awarded

예문

  • εἶτα ὁ χρησμὸσ καὶ ἡ καταδίκη, μεθ’ ἣν ἐπέστη ὁ νεανίσκοσ διηγούμενοσ τὴν ἀποδημίαν. (Lucian, Alexander, (no name) 44:5)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 44:5)

  • τὸ μὲν οὖν τὰ τοιαῦτα συμπτώματα τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἀνδρῶν, οἱο͂ν ἡ Σωκράτουσ καταδίκη καὶ ὁ Πυθαγόρου ζῶντοσ ἐμπρησμὸσ ὑπὸ τῶν Κυλωνείων καὶ Ζήνωνοσ ὑπὸ Δημύλου τοῦ τυράννου καὶ Ἀντιφῶντοσ ὑπὸ Διονυσίου στρεβλουμένων ἀναιρέσεισ, πιτύροισ παραπίπτουσιν ἀπεικάζειν, ὅσησ ἐστὶν εὐχερείασ, ἐῶ· (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 37 4:2)

    (플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 37 4:2)

  • Τούτῳ ὑπογέγραπται τῷ δόγματι ἡ καταδίκη. (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 25:1)

    (플루타르코스, Vitae decem oratorum, , section 1 25:1)

  • διόπερ αὐτῷ τήν τε οὐσίαν ἀπέδωκαν ἣν ἐδήμευσαν, ἔπειτα δὲ τὰσ στήλασ κατεπόντισαν, ἐν αἷσ ἦν ἡ καταδίκη καὶ τἄλλα τὰ κατ’ ἐκείνου κυρωθέντα· (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 68 11:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiii, chapter 68 11:1)

  • καταδίκη δ’ ἤρκει Μηλίοισ ὁπόσα ἐτετελέκεσαν εἰσ τὸν Ψευδαλέξανδρον διακενῆσ ἀναλωκέναι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 406:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 17 406:1)

  • Κάτων δ’ ἀντιπράττων Σκηπίωνι μικροῦ μὲν ἀνέτρεψε καὶ διελυμήνατο τὴν ἐπὶ Καρχηδονίουσ αὐτοῦ στρατηγίαν, ἐν ᾗ τὸν ἀήττητον Ἀννίβαν καθεῖλε, τέλοσ δὲ μηχανώμενοσ ἀεί τινασ ὑποψίασ καὶ διαβολάσ αὐτὸν μὲν ἐξήλασε τῆσ πόλεωσ, τὸν δ’ ἀδελφὸν αἰσχίστῃ κλοπῆσ καταδίκῃ περιέβαλεν. (Plutarch, Comparison of Aristides with Marcus Cato, chapter 5 4:1)

    (플루타르코스, Comparison of Aristides with Marcus Cato, chapter 5 4:1)

  • "ἐλυπεῖτο οὖν ὁ Μενεκράτησ καὶ ἐπὶ τῇ καταδίκῃ, ἐπεὶ ἐκ πλουσίου πένησ καὶ ἐξ ἐνδόξου ἄδοξοσ ἐν ὀλίγῳ ἐγένετο· (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 24:9)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 24:9)

  • διὸ καὶ συναγαγὼν πολλοὺσ ἐπὶ τὸν Ἀριστείδην ἐν ταῖσ εὐθύναισ διώκων κλοπῆσ καταδίκῃ περιέβαλεν, ὥσ φησιν Ἰδομενεύσ. (Plutarch, , chapter 4 3:1)

    (플루타르코스, , chapter 4 3:1)

  • "αὐτὸσ μὲν οὖν αἰσχύνομαι τῇ νῦν τιμῇ μᾶλλον ἢ τῇ πρώην καταδίκῃ, συνάχθομαι δ’ ὑμῖν, παρ’ οἷσ ἐνδοξότερόν ἐστι τοῦ σώζειν τὰ δημόσια τὸ χαρίζεσθαι τοῖσ πονηροῖσ. (Plutarch, , chapter 4 4:4)

    (플루타르코스, , chapter 4 4:4)

유의어

  1. judgment given against one

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION