Ancient Greek-English Dictionary Language

καρποφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: καρποφορέω

Structure: καρποφορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from karpofo/ros

Sense

  1. to bear fruit

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καρποφόρω καρποφόρεις καρποφόρει
Dual καρποφόρειτον καρποφόρειτον
Plural καρποφόρουμεν καρποφόρειτε καρποφόρουσιν*
SubjunctiveSingular καρποφόρω καρποφόρῃς καρποφόρῃ
Dual καρποφόρητον καρποφόρητον
Plural καρποφόρωμεν καρποφόρητε καρποφόρωσιν*
OptativeSingular καρποφόροιμι καρποφόροις καρποφόροι
Dual καρποφόροιτον καρποφοροίτην
Plural καρποφόροιμεν καρποφόροιτε καρποφόροιεν
ImperativeSingular καρποφο͂ρει καρποφορεῖτω
Dual καρποφόρειτον καρποφορεῖτων
Plural καρποφόρειτε καρποφοροῦντων, καρποφορεῖτωσαν
Infinitive καρποφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καρποφορων καρποφορουντος καρποφορουσα καρποφορουσης καρποφορουν καρποφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καρποφόρουμαι καρποφόρει, καρποφόρῃ καρποφόρειται
Dual καρποφόρεισθον καρποφόρεισθον
Plural καρποφοροῦμεθα καρποφόρεισθε καρποφόρουνται
SubjunctiveSingular καρποφόρωμαι καρποφόρῃ καρποφόρηται
Dual καρποφόρησθον καρποφόρησθον
Plural καρποφορώμεθα καρποφόρησθε καρποφόρωνται
OptativeSingular καρποφοροίμην καρποφόροιο καρποφόροιτο
Dual καρποφόροισθον καρποφοροίσθην
Plural καρποφοροίμεθα καρποφόροισθε καρποφόροιντο
ImperativeSingular καρποφόρου καρποφορεῖσθω
Dual καρποφόρεισθον καρποφορεῖσθων
Plural καρποφόρεισθε καρποφορεῖσθων, καρποφορεῖσθωσαν
Infinitive καρποφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καρποφορουμενος καρποφορουμενου καρποφορουμενη καρποφορουμενης καρποφορουμενον καρποφορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον καρποφόρου Λιβύασ, ἱερὰν νᾶσον ὡσ ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ, καὶ τὸ Μηδείασ ἔποσ ἀγκομίσαι ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ Θήραιον, Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴσ παῖσ ἀπέπνευσ’ ἀθανάτου στόματοσ, δέσποινα Κόλχων. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 4 2:1)
  • διέφθειραν αὐτῶν ἀκμαζούσασ ἤδη σπορολογεῖσθαι τὰσ ἀρούρασ καὶ τὰ κράτιστα τῆσ καρποφόρου ἐλωβήσαντο. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 15, chapter 2 3:3)

Synonyms

  1. to bear fruit

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION