헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καρπίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καρπίζω καρπίσω

형태분석: καρπίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: karpo/s

  1. to make fruitful, fertilise

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καρπίζω

καρπίζεις

καρπίζει

쌍수 καρπίζετον

καρπίζετον

복수 καρπίζομεν

καρπίζετε

καρπίζουσιν*

접속법단수 καρπίζω

καρπίζῃς

καρπίζῃ

쌍수 καρπίζητον

καρπίζητον

복수 καρπίζωμεν

καρπίζητε

καρπίζωσιν*

기원법단수 καρπίζοιμι

καρπίζοις

καρπίζοι

쌍수 καρπίζοιτον

καρπιζοίτην

복수 καρπίζοιμεν

καρπίζοιτε

καρπίζοιεν

명령법단수 κάρπιζε

καρπιζέτω

쌍수 καρπίζετον

καρπιζέτων

복수 καρπίζετε

καρπιζόντων, καρπιζέτωσαν

부정사 καρπίζειν

분사 남성여성중성
καρπιζων

καρπιζοντος

καρπιζουσα

καρπιζουσης

καρπιζον

καρπιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καρπίζομαι

καρπίζει, καρπίζῃ

καρπίζεται

쌍수 καρπίζεσθον

καρπίζεσθον

복수 καρπιζόμεθα

καρπίζεσθε

καρπίζονται

접속법단수 καρπίζωμαι

καρπίζῃ

καρπίζηται

쌍수 καρπίζησθον

καρπίζησθον

복수 καρπιζώμεθα

καρπίζησθε

καρπίζωνται

기원법단수 καρπιζοίμην

καρπίζοιο

καρπίζοιτο

쌍수 καρπίζοισθον

καρπιζοίσθην

복수 καρπιζοίμεθα

καρπίζοισθε

καρπίζοιντο

명령법단수 καρπίζου

καρπιζέσθω

쌍수 καρπίζεσθον

καρπιζέσθων

복수 καρπίζεσθε

καρπιζέσθων, καρπιζέσθωσαν

부정사 καρπίζεσθαι

분사 남성여성중성
καρπιζομενος

καρπιζομενου

καρπιζομενη

καρπιζομενης

καρπιζομενον

καρπιζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἱκοίμαν ποτὶ Κύπρον, νᾶσον τᾶσ Ἀφροδίτασ, ἵν’ οἱ θελξίφρονεσ νέμον‐ ται θνατοῖσιν Ἔρωτεσ, Πάφον θ’ ἃν ἑκατόστομοι βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι. (Euripides, choral, strophe 21)

    (에우리피데스, choral, strophe 21)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION