헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καρατομέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καρατομέω καρατομήσω

형태분석: καρατομέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 목을 자르다, 참수하다
  1. to cut off the head, behead

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καρατομῶ

(나는) 목을 자른다

καρατομεῖς

(너는) 목을 자른다

καρατομεῖ

(그는) 목을 자른다

쌍수 καρατομεῖτον

(너희 둘은) 목을 자른다

καρατομεῖτον

(그 둘은) 목을 자른다

복수 καρατομοῦμεν

(우리는) 목을 자른다

καρατομεῖτε

(너희는) 목을 자른다

καρατομοῦσιν*

(그들은) 목을 자른다

접속법단수 καρατομῶ

(나는) 목을 자르자

καρατομῇς

(너는) 목을 자르자

καρατομῇ

(그는) 목을 자르자

쌍수 καρατομῆτον

(너희 둘은) 목을 자르자

καρατομῆτον

(그 둘은) 목을 자르자

복수 καρατομῶμεν

(우리는) 목을 자르자

καρατομῆτε

(너희는) 목을 자르자

καρατομῶσιν*

(그들은) 목을 자르자

기원법단수 καρατομοῖμι

(나는) 목을 자르기를 (바라다)

καρατομοῖς

(너는) 목을 자르기를 (바라다)

καρατομοῖ

(그는) 목을 자르기를 (바라다)

쌍수 καρατομοῖτον

(너희 둘은) 목을 자르기를 (바라다)

καρατομοίτην

(그 둘은) 목을 자르기를 (바라다)

복수 καρατομοῖμεν

(우리는) 목을 자르기를 (바라다)

καρατομοῖτε

(너희는) 목을 자르기를 (바라다)

καρατομοῖεν

(그들은) 목을 자르기를 (바라다)

명령법단수 καρατόμει

(너는) 목을 잘라라

καρατομείτω

(그는) 목을 잘라라

쌍수 καρατομεῖτον

(너희 둘은) 목을 잘라라

καρατομείτων

(그 둘은) 목을 잘라라

복수 καρατομεῖτε

(너희는) 목을 잘라라

καρατομούντων, καρατομείτωσαν

(그들은) 목을 잘라라

부정사 καρατομεῖν

목을 자르는 것

분사 남성여성중성
καρατομων

καρατομουντος

καρατομουσα

καρατομουσης

καρατομουν

καρατομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καρατομοῦμαι

(나는) 목을 잘린다

καρατομεῖ, καρατομῇ

(너는) 목을 잘린다

καρατομεῖται

(그는) 목을 잘린다

쌍수 καρατομεῖσθον

(너희 둘은) 목을 잘린다

καρατομεῖσθον

(그 둘은) 목을 잘린다

복수 καρατομούμεθα

(우리는) 목을 잘린다

καρατομεῖσθε

(너희는) 목을 잘린다

καρατομοῦνται

(그들은) 목을 잘린다

접속법단수 καρατομῶμαι

(나는) 목을 잘리자

καρατομῇ

(너는) 목을 잘리자

καρατομῆται

(그는) 목을 잘리자

쌍수 καρατομῆσθον

(너희 둘은) 목을 잘리자

καρατομῆσθον

(그 둘은) 목을 잘리자

복수 καρατομώμεθα

(우리는) 목을 잘리자

καρατομῆσθε

(너희는) 목을 잘리자

καρατομῶνται

(그들은) 목을 잘리자

기원법단수 καρατομοίμην

(나는) 목을 잘리기를 (바라다)

καρατομοῖο

(너는) 목을 잘리기를 (바라다)

καρατομοῖτο

(그는) 목을 잘리기를 (바라다)

쌍수 καρατομοῖσθον

(너희 둘은) 목을 잘리기를 (바라다)

καρατομοίσθην

(그 둘은) 목을 잘리기를 (바라다)

복수 καρατομοίμεθα

(우리는) 목을 잘리기를 (바라다)

καρατομοῖσθε

(너희는) 목을 잘리기를 (바라다)

καρατομοῖντο

(그들은) 목을 잘리기를 (바라다)

명령법단수 καρατομοῦ

(너는) 목을 잘려라

καρατομείσθω

(그는) 목을 잘려라

쌍수 καρατομεῖσθον

(너희 둘은) 목을 잘려라

καρατομείσθων

(그 둘은) 목을 잘려라

복수 καρατομεῖσθε

(너희는) 목을 잘려라

καρατομείσθων, καρατομείσθωσαν

(그들은) 목을 잘려라

부정사 καρατομεῖσθαι

목을 잘리는 것

분사 남성여성중성
καρατομουμενος

καρατομουμενου

καρατομουμενη

καρατομουμενης

καρατομουμενον

καρατομουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καρατομήσω

(나는) 목을 자르겠다

καρατομήσεις

(너는) 목을 자르겠다

καρατομήσει

(그는) 목을 자르겠다

쌍수 καρατομήσετον

(너희 둘은) 목을 자르겠다

καρατομήσετον

(그 둘은) 목을 자르겠다

복수 καρατομήσομεν

(우리는) 목을 자르겠다

καρατομήσετε

(너희는) 목을 자르겠다

καρατομήσουσιν*

(그들은) 목을 자르겠다

기원법단수 καρατομήσοιμι

(나는) 목을 자르겠기를 (바라다)

καρατομήσοις

(너는) 목을 자르겠기를 (바라다)

καρατομήσοι

(그는) 목을 자르겠기를 (바라다)

쌍수 καρατομήσοιτον

(너희 둘은) 목을 자르겠기를 (바라다)

καρατομησοίτην

(그 둘은) 목을 자르겠기를 (바라다)

복수 καρατομήσοιμεν

(우리는) 목을 자르겠기를 (바라다)

καρατομήσοιτε

(너희는) 목을 자르겠기를 (바라다)

καρατομήσοιεν

(그들은) 목을 자르겠기를 (바라다)

부정사 καρατομήσειν

목을 자를 것

분사 남성여성중성
καρατομησων

καρατομησοντος

καρατομησουσα

καρατομησουσης

καρατομησον

καρατομησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καρατομήσομαι

(나는) 목을 잘리겠다

καρατομήσει, καρατομήσῃ

(너는) 목을 잘리겠다

καρατομήσεται

(그는) 목을 잘리겠다

쌍수 καρατομήσεσθον

(너희 둘은) 목을 잘리겠다

καρατομήσεσθον

(그 둘은) 목을 잘리겠다

복수 καρατομησόμεθα

(우리는) 목을 잘리겠다

καρατομήσεσθε

(너희는) 목을 잘리겠다

καρατομήσονται

(그들은) 목을 잘리겠다

기원법단수 καρατομησοίμην

(나는) 목을 잘리겠기를 (바라다)

καρατομήσοιο

(너는) 목을 잘리겠기를 (바라다)

καρατομήσοιτο

(그는) 목을 잘리겠기를 (바라다)

쌍수 καρατομήσοισθον

(너희 둘은) 목을 잘리겠기를 (바라다)

καρατομησοίσθην

(그 둘은) 목을 잘리겠기를 (바라다)

복수 καρατομησοίμεθα

(우리는) 목을 잘리겠기를 (바라다)

καρατομήσοισθε

(너희는) 목을 잘리겠기를 (바라다)

καρατομήσοιντο

(그들은) 목을 잘리겠기를 (바라다)

부정사 καρατομήσεσθαι

목을 잘릴 것

분사 남성여성중성
καρατομησομενος

καρατομησομενου

καρατομησομενη

καρατομησομενης

καρατομησομενον

καρατομησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκαρατόμουν

(나는) 목을 자르고 있었다

ἐκαρατόμεις

(너는) 목을 자르고 있었다

ἐκαρατόμειν*

(그는) 목을 자르고 있었다

쌍수 ἐκαρατομεῖτον

(너희 둘은) 목을 자르고 있었다

ἐκαρατομείτην

(그 둘은) 목을 자르고 있었다

복수 ἐκαρατομοῦμεν

(우리는) 목을 자르고 있었다

ἐκαρατομεῖτε

(너희는) 목을 자르고 있었다

ἐκαρατόμουν

(그들은) 목을 자르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκαρατομούμην

(나는) 목을 잘리고 있었다

ἐκαρατομοῦ

(너는) 목을 잘리고 있었다

ἐκαρατομεῖτο

(그는) 목을 잘리고 있었다

쌍수 ἐκαρατομεῖσθον

(너희 둘은) 목을 잘리고 있었다

ἐκαρατομείσθην

(그 둘은) 목을 잘리고 있었다

복수 ἐκαρατομούμεθα

(우리는) 목을 잘리고 있었다

ἐκαρατομεῖσθε

(너희는) 목을 잘리고 있었다

ἐκαρατομοῦντο

(그들은) 목을 잘리고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καρατομήσω μὲν γάρ σε σήμερον καὶ τὸ ἄλλο σῶμα τοῖσ ὁμοφύλοισ κυσὶ παραβαλῶ, μαθήσονται δὲ πάντεσ, ὅτι προέστηκεν Ἑβραίων τὸ θεῖον καὶ ὅπλα ἡμῖν καὶ ἰσχὺσ τοῦτ’ ἔστι κηδόμενον, ἡ δ’ ἄλλη παρασκευὴ καὶ δύναμισ ἀνωφελὴσ θεοῦ μὴ παρόντοσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 6 238:3)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 6 238:3)

유의어

  1. 목을 자르다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION