헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθυπερακοντίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθυπερακοντίζω καθυπερακοντίσω

형태분석: κατ (접두사) + ὑπερακοντίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to overshoot completely

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθυπερακοντίζω

καθυπερακοντίζεις

καθυπερακοντίζει

쌍수 καθυπερακοντίζετον

καθυπερακοντίζετον

복수 καθυπερακοντίζομεν

καθυπερακοντίζετε

καθυπερακοντίζουσιν*

접속법단수 καθυπερακοντίζω

καθυπερακοντίζῃς

καθυπερακοντίζῃ

쌍수 καθυπερακοντίζητον

καθυπερακοντίζητον

복수 καθυπερακοντίζωμεν

καθυπερακοντίζητε

καθυπερακοντίζωσιν*

기원법단수 καθυπερακοντίζοιμι

καθυπερακοντίζοις

καθυπερακοντίζοι

쌍수 καθυπερακοντίζοιτον

καθυπερακοντιζοίτην

복수 καθυπερακοντίζοιμεν

καθυπερακοντίζοιτε

καθυπερακοντίζοιεν

명령법단수 καθυπερακόντιζε

καθυπερακοντιζέτω

쌍수 καθυπερακοντίζετον

καθυπερακοντιζέτων

복수 καθυπερακοντίζετε

καθυπερακοντιζόντων, καθυπερακοντιζέτωσαν

부정사 καθυπερακοντίζειν

분사 남성여성중성
καθυπερακοντιζων

καθυπερακοντιζοντος

καθυπερακοντιζουσα

καθυπερακοντιζουσης

καθυπερακοντιζον

καθυπερακοντιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθυπερακοντίζομαι

καθυπερακοντίζει, καθυπερακοντίζῃ

καθυπερακοντίζεται

쌍수 καθυπερακοντίζεσθον

καθυπερακοντίζεσθον

복수 καθυπερακοντιζόμεθα

καθυπερακοντίζεσθε

καθυπερακοντίζονται

접속법단수 καθυπερακοντίζωμαι

καθυπερακοντίζῃ

καθυπερακοντίζηται

쌍수 καθυπερακοντίζησθον

καθυπερακοντίζησθον

복수 καθυπερακοντιζώμεθα

καθυπερακοντίζησθε

καθυπερακοντίζωνται

기원법단수 καθυπερακοντιζοίμην

καθυπερακοντίζοιο

καθυπερακοντίζοιτο

쌍수 καθυπερακοντίζοισθον

καθυπερακοντιζοίσθην

복수 καθυπερακοντιζοίμεθα

καθυπερακοντίζοισθε

καθυπερακοντίζοιντο

명령법단수 καθυπερακοντίζου

καθυπερακοντιζέσθω

쌍수 καθυπερακοντίζεσθον

καθυπερακοντιζέσθων

복수 καθυπερακοντίζεσθε

καθυπερακοντιζέσθων, καθυπερακοντιζέσθωσαν

부정사 καθυπερακοντίζεσθαι

분사 남성여성중성
καθυπερακοντιζομενος

καθυπερακοντιζομενου

καθυπερακοντιζομενη

καθυπερακοντιζομενης

καθυπερακοντιζομενον

καθυπερακοντιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to overshoot completely

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION