Ancient Greek-English Dictionary Language

καθοδηγέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καθοδηγέω καθοδηγήσω

Structure: κατ (Prefix) + ὁδηγέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to guide

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καθοδήγω καθοδήγεις καθοδήγει
Dual καθοδήγειτον καθοδήγειτον
Plural καθοδήγουμεν καθοδήγειτε καθοδήγουσιν*
SubjunctiveSingular καθοδήγω καθοδήγῃς καθοδήγῃ
Dual καθοδήγητον καθοδήγητον
Plural καθοδήγωμεν καθοδήγητε καθοδήγωσιν*
OptativeSingular καθοδήγοιμι καθοδήγοις καθοδήγοι
Dual καθοδήγοιτον καθοδηγοίτην
Plural καθοδήγοιμεν καθοδήγοιτε καθοδήγοιεν
ImperativeSingular καθοδῆγει καθοδηγεῖτω
Dual καθοδήγειτον καθοδηγεῖτων
Plural καθοδήγειτε καθοδηγοῦντων, καθοδηγεῖτωσαν
Infinitive καθοδήγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καθοδηγων καθοδηγουντος καθοδηγουσα καθοδηγουσης καθοδηγουν καθοδηγουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καθοδήγουμαι καθοδήγει, καθοδήγῃ καθοδήγειται
Dual καθοδήγεισθον καθοδήγεισθον
Plural καθοδηγοῦμεθα καθοδήγεισθε καθοδήγουνται
SubjunctiveSingular καθοδήγωμαι καθοδήγῃ καθοδήγηται
Dual καθοδήγησθον καθοδήγησθον
Plural καθοδηγώμεθα καθοδήγησθε καθοδήγωνται
OptativeSingular καθοδηγοίμην καθοδήγοιο καθοδήγοιτο
Dual καθοδήγοισθον καθοδηγοίσθην
Plural καθοδηγοίμεθα καθοδήγοισθε καθοδήγοιντο
ImperativeSingular καθοδήγου καθοδηγεῖσθω
Dual καθοδήγεισθον καθοδηγεῖσθων
Plural καθοδήγεισθε καθοδηγεῖσθων, καθοδηγεῖσθωσαν
Infinitive καθοδήγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καθοδηγουμενος καθοδηγουμενου καθοδηγουμενη καθοδηγουμενης καθοδηγουμενον καθοδηγουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "ἀναλαβόντεσ δ’ αὖθισ ὥσπερ ἀρχὴν κλωστῆροσ ἐν σκοτεινῷ καὶ πολλοὺσ ἑλιγμοὺσ καὶ πλάνασ ἔχοντι τῷ περὶ τοῦ θεοῦ λόγῳ, καθοδηγῶμεν αὑτοὺσ μετ’ εὐλαβείασ ἀτρέμα πρὸσ τὸ εἰκὸσ καὶ πιθανόν, ὡσ τό γε σαφὲσ καὶ τὴν ἀλήθειαν οὐδ’ ἐν οἷσ αὐτοὶ πράττομεν ἀσφαλῶσ εἰπεῖν ἔχομεν· (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 142)

Synonyms

  1. to guide

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION