Ancient Greek-English Dictionary Language

καθαρότης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: καθαρότης καθαρότες

Structure: καθαροτη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: from kaqaro/s

Sense

  1. cleanness, purity

Examples

  • τάδε σοι περὶ τῶν ἰδεῶν καὶ ἀρετῶν ἐξ ὧν συνίσταται ὁ πολιτικὸσ λόγοσ, καὶ δι’ ὧν δοκιμάζεται, καὶ πολλοῦ ἄξιοσ προάγεται, ὥσπερ ἐκ μερῶν καθ’ ἕκαστον συντιθέμενοσ, πανταχόθεν ὁλόκληροσ καὶ τελείωσ ἔχων αὐτὸσ ἐν ἑαυτῷ, αἵτινεσ τοιαίδε καὶ τοσαίδε εἰσί, σεμνότησ, βαρύτησ, περιβολή, ἀξιοπιστία, σφοδρότησ, ἔμφασισ, δεινότησ, ἐπιμέλεια, γλυκύτησ, σαφήνεια καὶ καθαρότησ, βραχύτησ καὶ συντομία, κόλασισ. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , chapter Arg 2:1)
  • Σαφήνεια δὲ καὶ καθαρότησ γίνεται κατὰ γνώμην, κατὰ σχῆμα καὶ κατὰ ἀπαγγελίαν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 2:1)
  • κατὰ δὲ σχῆμα σαφήνεια καὶ καθαρότησ γίνεται οὕτωσ, ὅταν τισ ἐπιστροφαῖσ χρῆται καὶ ὅταν τισ μεταβαίνων ἀφ’ ἑτέρου ἐφ’ ἕτερον πρᾶγμα τοῦ μὲν συμπληρώσει, τοῦ δὲ ἐπαγγελίᾳ χρῆται. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 3:1)
  • πῶσ οὖν ἂν λευκοῦ καὶ τίσ καθαρότησ ἡμῖν εἰή; (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 254:4)
  • πρώτη οὖν καὶ ἀνωτάτω καθαρότησ ἡ ἐν ψυχῇ γενομένη καὶ ὁμοίωσ ἀκαθαρσία. (Epictetus, Works, book 4, 5:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION