Ancient Greek-English Dictionary Language

κανηφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κανηφορέω κανηφορήσω

Structure: κανηφορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from kanhfo/ros

Sense

  1. to carry the sacred basket in procession

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κανηφόρω κανηφόρεις κανηφόρει
Dual κανηφόρειτον κανηφόρειτον
Plural κανηφόρουμεν κανηφόρειτε κανηφόρουσιν*
SubjunctiveSingular κανηφόρω κανηφόρῃς κανηφόρῃ
Dual κανηφόρητον κανηφόρητον
Plural κανηφόρωμεν κανηφόρητε κανηφόρωσιν*
OptativeSingular κανηφόροιμι κανηφόροις κανηφόροι
Dual κανηφόροιτον κανηφοροίτην
Plural κανηφόροιμεν κανηφόροιτε κανηφόροιεν
ImperativeSingular κανηφο͂ρει κανηφορεῖτω
Dual κανηφόρειτον κανηφορεῖτων
Plural κανηφόρειτε κανηφοροῦντων, κανηφορεῖτωσαν
Infinitive κανηφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κανηφορων κανηφορουντος κανηφορουσα κανηφορουσης κανηφορουν κανηφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κανηφόρουμαι κανηφόρει, κανηφόρῃ κανηφόρειται
Dual κανηφόρεισθον κανηφόρεισθον
Plural κανηφοροῦμεθα κανηφόρεισθε κανηφόρουνται
SubjunctiveSingular κανηφόρωμαι κανηφόρῃ κανηφόρηται
Dual κανηφόρησθον κανηφόρησθον
Plural κανηφορώμεθα κανηφόρησθε κανηφόρωνται
OptativeSingular κανηφοροίμην κανηφόροιο κανηφόροιτο
Dual κανηφόροισθον κανηφοροίσθην
Plural κανηφοροίμεθα κανηφόροισθε κανηφόροιντο
ImperativeSingular κανηφόρου κανηφορεῖσθω
Dual κανηφόρεισθον κανηφορεῖσθων
Plural κανηφόρεισθε κανηφορεῖσθων, κανηφορεῖσθωσαν
Infinitive κανηφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κανηφορουμενος κανηφορουμενου κανηφορουμενη κανηφορουμενης κανηφορουμενον κανηφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κανηφορήσω κανηφορήσεις κανηφορήσει
Dual κανηφορήσετον κανηφορήσετον
Plural κανηφορήσομεν κανηφορήσετε κανηφορήσουσιν*
OptativeSingular κανηφορήσοιμι κανηφορήσοις κανηφορήσοι
Dual κανηφορήσοιτον κανηφορησοίτην
Plural κανηφορήσοιμεν κανηφορήσοιτε κανηφορήσοιεν
Infinitive κανηφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κανηφορησων κανηφορησοντος κανηφορησουσα κανηφορησουσης κανηφορησον κανηφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κανηφορήσομαι κανηφορήσει, κανηφορήσῃ κανηφορήσεται
Dual κανηφορήσεσθον κανηφορήσεσθον
Plural κανηφορησόμεθα κανηφορήσεσθε κανηφορήσονται
OptativeSingular κανηφορησοίμην κανηφορήσοιο κανηφορήσοιτο
Dual κανηφορήσοισθον κανηφορησοίσθην
Plural κανηφορησοίμεθα κανηφορήσοισθε κανηφορήσοιντο
Infinitive κανηφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κανηφορησομενος κανηφορησομενου κανηφορησομενη κανηφορησομενης κανηφορησομενον κανηφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τῷ βασιλεῖ κανηφορεῖν. (Plutarch, Amatoriae narrationes, chapter 1 4:1)
  • ἐρασθεὶσ γὰρ τοῦ Ἁρμοδίου καὶ διαμαρτάνων τῆσ πρὸσ αὐτὸν φιλίασ, οὐ κατεῖχε τὴν ὀργήν, ἀλλ’ ἔν τε τοῖσ ἄλλοισ ἐνεσημαίνετο πικρῶσ, καὶ τὸ τελευταῖον μέλλουσαν αὐτοῦ τὴν ἀδελφὴν κανηφορεῖν Παναθηναίοισ ἐκώλυσεν, λοιδορήσασ τι τὸν Ἁρμόδιον ὡσ μαλακὸν ὄντα, ὅθεν συνέβη παροξυνθέντα τὸν Ἁρμόδιον καὶ τὸν Ἀριστογείτονα πράττειν τὴν πρᾶξιν μετεχόντων πολλῶν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 18 2:2)
  • ἐρασθεὶσ γὰρ τοῦ Ἁρμοδίου καὶ διαμαρτάνων τῆσ πρὸσ αὐτὸν φιλίασ, οὐ κατεῖχε τὴν ὀργήν, ἀλλ’ ἔν τε τοῖσ ἄλλοισ ἐνεσημαίνετο πικρῶσ, καὶ τὸ τελευταῖον μέλλουσαν αὐτοῦ τὴν ἀδελφὴν κανηφορεῖν Παναθηναίοισ ἐκώλυσεν, λοιδορήσασ τι τὸν Ἁρμόδιον ὡσ μαλακὸν ὄντα, ὅθεν συνέβη παροξυνθέντα τὸν Ἁρμόδιον καὶ τὸν Ἀριστογείτονα πράττειν τὴν πρᾶξιν μετέχοντων πολλῶν. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , section4)

Synonyms

  1. to carry the sacred basket in procession

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION