Ancient Greek-English Dictionary Language

κάμμορος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κάμμορος κάμμορον

Structure: καμμορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: epic for kata/moros,

Sense

  1. subject to destiny, ill-fated

Examples

  • καί μιν καγχαλόωντεσ ἐνείκεον ἄνδρεσ ὁδῖται κάμμορον, οὐτιδανὸν καὶ ἀνάλκιδα φῶτα καλεῦντεσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 28 1:1)
  • χρύσεον λύχνον ἔχουσα, φάοσ περικαλλὲσ ἐποίει, κεῖνον ὀιομένη τὸν κάμμορον, εἴ ποθεν ἔλθοι νηχόμενοσ ‐ καὶ λαῖτμα τάχισθ’ ἁλὸσ ἐκπεράασκε νύκτα δι’ ἀμβροσίην, ὅτε θ’ εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3812)
  • "μαῖ’, ἄγε δή μοι οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσον ἡδύν, ὅτισ μετὰ τὸν λαρώτατοσ ὃν σὺ φυλάσσεισ κεῖνον ὀιομένη τὸν κάμμορον, εἴ ποθεν ἔλθοι διογενὴσ Ὀδυσεὺσ θάνατον καὶ κῆρασ ἀλύξασ. (Homer, Odyssey, Book 2 35:1)

Synonyms

  1. subject to destiny

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION