Ancient Greek-English Dictionary Language

καματηρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καματηρός καματηρή καματηρόν

Structure: καματηρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from ka/matos

Sense

  1. toilsome, troublesome, wearisome, tiring, exhausting
  2. bowed down with toil, broken down, worn out

Examples

  • ἔγωγε γὰρ <ἂν> οὔποτε κάμοιμ’ ἂν ὀρχουμένη, οὐδὲ τὰ γόνατα κόποσ ἕλοι μου καματηρόσ· (Aristophanes, Lysistrata, Agon, antistrophe 11)
  • καὶ τὴν μὲν Νίκαιαν τῆσ νίκησ τῆσ κατ̓ Ἰνδῶν ἐπώνυμον ὠνόμασε, τὴν δὲ Βουκεφάλαν ἐσ τοῦ ἵππου τοῦ Βουκεφάλα τὴν μνήμην, ὃσ ἀπέθανεν αὐτοῦ, οὐ βληθεὶσ πρὸσ οὐδενόσ, ἀλλὰ ὑπὸ καύματοσ τε καὶ ἡλικίασ ἡ̓͂ν γὰρ ἀμφὶ τὰ τριάκοντα ἔτἠ καματηρὸσ γενόμενοσ, πολλὰ δὲ πρόσθεν ξυγκαμών τε καὶ συγκινδυνεύσασ Ἀλεξάνδρῳ, ἀναβαινόμενόσ τε πρὸσ μόνου Ἀλεξάνδρου [ὁ Βουκεφάλασ οὗτοσ], ὅτι τοὺσ ἄλλουσ πάντασ ἀπηξίου ἀμβάτασ, καὶ μεγέθει μέγασ καὶ τῷ θυμῷ γενναῖοσ. (Arrian, Anabasis, book 5, chapter 19 4:2)

Synonyms

  1. toilsome

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION