Ancient Greek-English Dictionary Language

καλλύνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καλλύνω

Structure: καλλύν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: kalo/s

Sense

  1. to beautify, to gloss over
  2. to pride oneself in

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καλλύνω καλλύνεις καλλύνει
Dual καλλύνετον καλλύνετον
Plural καλλύνομεν καλλύνετε καλλύνουσιν*
SubjunctiveSingular καλλύνω καλλύνῃς καλλύνῃ
Dual καλλύνητον καλλύνητον
Plural καλλύνωμεν καλλύνητε καλλύνωσιν*
OptativeSingular καλλύνοιμι καλλύνοις καλλύνοι
Dual καλλύνοιτον καλλυνοίτην
Plural καλλύνοιμεν καλλύνοιτε καλλύνοιεν
ImperativeSingular κάλλυνε καλλυνέτω
Dual καλλύνετον καλλυνέτων
Plural καλλύνετε καλλυνόντων, καλλυνέτωσαν
Infinitive καλλύνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καλλυνων καλλυνοντος καλλυνουσα καλλυνουσης καλλυνον καλλυνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καλλύνομαι καλλύνει, καλλύνῃ καλλύνεται
Dual καλλύνεσθον καλλύνεσθον
Plural καλλυνόμεθα καλλύνεσθε καλλύνονται
SubjunctiveSingular καλλύνωμαι καλλύνῃ καλλύνηται
Dual καλλύνησθον καλλύνησθον
Plural καλλυνώμεθα καλλύνησθε καλλύνωνται
OptativeSingular καλλυνοίμην καλλύνοιο καλλύνοιτο
Dual καλλύνοισθον καλλυνοίσθην
Plural καλλυνοίμεθα καλλύνοισθε καλλύνοιντο
ImperativeSingular καλλύνου καλλυνέσθω
Dual καλλύνεσθον καλλυνέσθων
Plural καλλύνεσθε καλλυνέσθων, καλλυνέσθωσαν
Infinitive καλλύνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καλλυνομενος καλλυνομενου καλλυνομενη καλλυνομενης καλλυνομενον καλλυνομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τὰ μὲν πιττῶν τὰ δὲ εὑών διετέλεσεν,^ ἐξοικιεῖν γὰρ ἔμελλε τήμερον εἰσ ἀνδρὸσ τὴν θυγατέρα καὶ ἤδη ἐκάλλυνεν αὐτήν. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 11:3)

Synonyms

  1. to beautify

  2. to pride oneself in

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION