Ancient Greek-English Dictionary Language

καλλιστεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: καλλιστεύω καλλιστεύσω

Structure: καλλιστεύ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ka/llistos

Sense

  1. to be the most beautiful

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καλλιστεύω καλλιστεύεις καλλιστεύει
Dual καλλιστεύετον καλλιστεύετον
Plural καλλιστεύομεν καλλιστεύετε καλλιστεύουσιν*
SubjunctiveSingular καλλιστεύω καλλιστεύῃς καλλιστεύῃ
Dual καλλιστεύητον καλλιστεύητον
Plural καλλιστεύωμεν καλλιστεύητε καλλιστεύωσιν*
OptativeSingular καλλιστεύοιμι καλλιστεύοις καλλιστεύοι
Dual καλλιστεύοιτον καλλιστευοίτην
Plural καλλιστεύοιμεν καλλιστεύοιτε καλλιστεύοιεν
ImperativeSingular καλλίστευε καλλιστευέτω
Dual καλλιστεύετον καλλιστευέτων
Plural καλλιστεύετε καλλιστευόντων, καλλιστευέτωσαν
Infinitive καλλιστεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καλλιστευων καλλιστευοντος καλλιστευουσα καλλιστευουσης καλλιστευον καλλιστευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καλλιστεύομαι καλλιστεύει, καλλιστεύῃ καλλιστεύεται
Dual καλλιστεύεσθον καλλιστεύεσθον
Plural καλλιστευόμεθα καλλιστεύεσθε καλλιστεύονται
SubjunctiveSingular καλλιστεύωμαι καλλιστεύῃ καλλιστεύηται
Dual καλλιστεύησθον καλλιστεύησθον
Plural καλλιστευώμεθα καλλιστεύησθε καλλιστεύωνται
OptativeSingular καλλιστευοίμην καλλιστεύοιο καλλιστεύοιτο
Dual καλλιστεύοισθον καλλιστευοίσθην
Plural καλλιστευοίμεθα καλλιστεύοισθε καλλιστεύοιντο
ImperativeSingular καλλιστεύου καλλιστευέσθω
Dual καλλιστεύεσθον καλλιστευέσθων
Plural καλλιστεύεσθε καλλιστευέσθων, καλλιστευέσθωσαν
Infinitive καλλιστεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καλλιστευομενος καλλιστευομενου καλλιστευομενη καλλιστευομενης καλλιστευομενον καλλιστευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καλλιστεύσω καλλιστεύσεις καλλιστεύσει
Dual καλλιστεύσετον καλλιστεύσετον
Plural καλλιστεύσομεν καλλιστεύσετε καλλιστεύσουσιν*
OptativeSingular καλλιστεύσοιμι καλλιστεύσοις καλλιστεύσοι
Dual καλλιστεύσοιτον καλλιστευσοίτην
Plural καλλιστεύσοιμεν καλλιστεύσοιτε καλλιστεύσοιεν
Infinitive καλλιστεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καλλιστευσων καλλιστευσοντος καλλιστευσουσα καλλιστευσουσης καλλιστευσον καλλιστευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καλλιστεύσομαι καλλιστεύσει, καλλιστεύσῃ καλλιστεύσεται
Dual καλλιστεύσεσθον καλλιστεύσεσθον
Plural καλλιστευσόμεθα καλλιστεύσεσθε καλλιστεύσονται
OptativeSingular καλλιστευσοίμην καλλιστεύσοιο καλλιστεύσοιτο
Dual καλλιστεύσοισθον καλλιστευσοίσθην
Plural καλλιστευσοίμεθα καλλιστεύσοισθε καλλιστεύσοιντο
Infinitive καλλιστεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καλλιστευσομενος καλλιστευσομενου καλλιστευσομενη καλλιστευσομενης καλλιστευσομενον καλλιστευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION