헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καλλιερέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καλλιερέω

형태분석: καλλιερέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: i(ero/n

  1. to have favourable signs in a sacrifice, to obtain good omens
  2. to sacrifice with good omens
  3. to give good omens, be favourable, give good omens, were, favourable

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καλλιέρω

καλλιέρεις

καλλιέρει

쌍수 καλλιέρειτον

καλλιέρειτον

복수 καλλιέρουμεν

καλλιέρειτε

καλλιέρουσιν*

접속법단수 καλλιέρω

καλλιέρῃς

καλλιέρῃ

쌍수 καλλιέρητον

καλλιέρητον

복수 καλλιέρωμεν

καλλιέρητε

καλλιέρωσιν*

기원법단수 καλλιέροιμι

καλλιέροις

καλλιέροι

쌍수 καλλιέροιτον

καλλιεροίτην

복수 καλλιέροιμεν

καλλιέροιτε

καλλιέροιεν

명령법단수 καλλιε͂ρει

καλλιερεῖτω

쌍수 καλλιέρειτον

καλλιερεῖτων

복수 καλλιέρειτε

καλλιεροῦντων, καλλιερεῖτωσαν

부정사 καλλιέρειν

분사 남성여성중성
καλλιερων

καλλιερουντος

καλλιερουσα

καλλιερουσης

καλλιερουν

καλλιερουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καλλιέρουμαι

καλλιέρει, καλλιέρῃ

καλλιέρειται

쌍수 καλλιέρεισθον

καλλιέρεισθον

복수 καλλιεροῦμεθα

καλλιέρεισθε

καλλιέρουνται

접속법단수 καλλιέρωμαι

καλλιέρῃ

καλλιέρηται

쌍수 καλλιέρησθον

καλλιέρησθον

복수 καλλιερώμεθα

καλλιέρησθε

καλλιέρωνται

기원법단수 καλλιεροίμην

καλλιέροιο

καλλιέροιτο

쌍수 καλλιέροισθον

καλλιεροίσθην

복수 καλλιεροίμεθα

καλλιέροισθε

καλλιέροιντο

명령법단수 καλλιέρου

καλλιερεῖσθω

쌍수 καλλιέρεισθον

καλλιερεῖσθων

복수 καλλιέρεισθε

καλλιερεῖσθων, καλλιερεῖσθωσαν

부정사 καλλιέρεισθαι

분사 남성여성중성
καλλιερουμενος

καλλιερουμενου

καλλιερουμενη

καλλιερουμενης

καλλιερουμενον

καλλιερουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συμφέρει Ἀθηναίοισ περὶ τοῦ σημείου τοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ γενομένου θύοντασ καλλιερεῖν Διὶ ὑπάτῳ, Ἀθηνᾷ ὑπάτῃ, Ἡρακλεῖ, Ἀπόλλωνι σωτῆρι, καὶ ἀποπέμπειν Ἀμφιόνεσσι· (Demosthenes, Speeches 41-50, 100:1)

    (데모스테네스, Speeches 41-50, 100:1)

  • ὅτι τὰσ ὡρ́ασ παρηνέγκατε τῆσ θυσίασ καὶ τῆσ θεωρίασ, αἱρετοὺσ πέμπειν κελεύει θεωροὺσ ἕνεκα τούτου διὰ ταχέων, <καὶ> τῷ Διὶ τῷ Ναί̈ῳ τρεῖσ βοῦσ καὶ πρὸσ ἑκάστῳ βοὶ̈ δύο οἶσ, τῇ Διώνῃ βοῦν καλλιερεῖν, καὶ τράπεζαν χαλκῆν καὶ πρὸσ τὸ ἀνάθημα ὃ ἀνέθηκεν ὁ δῆμοσ ὁ Ἀθηναίων. (Demosthenes, Speeches 21-30, 70:1)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 70:1)

  • τοῖσ βασιλεῦσιν αὐτῶν ἐσ τὰσ ἐξόδουσ πρόβατα εἵπετο θεοῖσ τε εἶναι θυσίασ καὶ πρὸ τῶν ἀγώνων καλλιερεῖν· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 13 6:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 13 6:2)

  • τότε γὰρ νομίζουσι καλλιερεῖν περὶ τὴν θυσίαν ταύτην Ιὤνεσ, ὅταν θυόμενοσ ὁ ταῦροσ μυκήσηται. (Strabo, Geography, Book 8, chapter 7 2:6)

    (스트라본, 지리학, Book 8, chapter 7 2:6)

  • ἐπιθέντεσ δὲ τὰσ χεῖρασ ταῖσ κεφαλαῖσ τῶν ἱερείων αὐτόσ τε ὁ βασιλεὺσ καὶ οἱ ἡγεμόνεσ τοῖσ ἱερεῦσι καλλιερεῖν ἐφῆκαν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 9 332:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 9 332:2)

유의어

  1. to sacrifice with good omens

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION