Ancient Greek-English Dictionary Language

καινουργός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: καινουργός

Structure: καινουργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/rgw

Sense

  1. producing changes, a novelty

Examples

  • οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῶν κολάσεων τὸ πρὸσ ὠμότητα καινουργὸν αὐτοῦ τίσ ἂν διηγήσασθαι δύναιτο, ὃσ γε μηδὲ τῶν οἰκειοτάτων ἀπέσχετο; (Lucian, Cataplus, (no name) 26:7)
  • καίτοι, φαίη τισ ἂν παραμυθούμενοσ, οὐ ταῦτα εἴκασέ σε τῷ Προμηθεῖ, ἀλλὰ τὸ καινουργὸν τοῦτο ἐπαινῶν καὶ μὴ πρόσ τι ἄλλο ἀρχέτυπον μεμιμημένον, ὥσπερ ἐκεῖνοσ οὐκ ὄντων ἀνθρώπων τέωσ, ἐννοήσασ αὐτοὺσ ἀνέπλασε, τοιαῦτα ζῷα μορφώσασ καὶ διακοσμήσασ, ὡσ εὐκίνητά τε εἰή καὶ ὀφθῆναι χαρίεντα· (Lucian, Prometheus es in verbis 6:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION