Ancient Greek-English Dictionary Language

καινουργέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: καινουργέω

Structure: καινουργέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from kainourgo/s

Sense

  1. to begin something new, new plan art thou meditating, to speak new, strange, to make innovations

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καινούργω καινούργεις καινούργει
Dual καινούργειτον καινούργειτον
Plural καινούργουμεν καινούργειτε καινούργουσιν*
SubjunctiveSingular καινούργω καινούργῃς καινούργῃ
Dual καινούργητον καινούργητον
Plural καινούργωμεν καινούργητε καινούργωσιν*
OptativeSingular καινούργοιμι καινούργοις καινούργοι
Dual καινούργοιτον καινουργοίτην
Plural καινούργοιμεν καινούργοιτε καινούργοιεν
ImperativeSingular καινοῦργει καινουργεῖτω
Dual καινούργειτον καινουργεῖτων
Plural καινούργειτε καινουργοῦντων, καινουργεῖτωσαν
Infinitive καινούργειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καινουργων καινουργουντος καινουργουσα καινουργουσης καινουργουν καινουργουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καινούργουμαι καινούργει, καινούργῃ καινούργειται
Dual καινούργεισθον καινούργεισθον
Plural καινουργοῦμεθα καινούργεισθε καινούργουνται
SubjunctiveSingular καινούργωμαι καινούργῃ καινούργηται
Dual καινούργησθον καινούργησθον
Plural καινουργώμεθα καινούργησθε καινούργωνται
OptativeSingular καινουργοίμην καινούργοιο καινούργοιτο
Dual καινούργοισθον καινουργοίσθην
Plural καινουργοίμεθα καινούργοισθε καινούργοιντο
ImperativeSingular καινούργου καινουργεῖσθω
Dual καινούργεισθον καινουργεῖσθων
Plural καινούργεισθε καινουργεῖσθων, καινουργεῖσθωσαν
Infinitive καινούργεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καινουργουμενος καινουργουμενου καινουργουμενη καινουργουμενης καινουργουμενον καινουργουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἤδη δὲ ἀμελούμενοσ ὑφ’ ἁπάντων καὶ μηκέθ’ ὁμοίωσ περίβλεπτοσ ὤν ‐ ἑώλα γὰρ ἦν ἅπαντα καὶ οὐδὲν ἔτι καινουργεῖν ἐδύνατο ἐφ’ ὅτῳ ἐκπλήξει τοὺσ ἐντυγχάνοντασ καὶ θαυμάζειν καὶ πρὸσ αὐτὸν ἀποβλέπειν ποιήσει, οὗπερ ἐξ ἀρχῆσ δριμύν τινα ἔρωτα ἐρῶν ἐτύγχανεν ‐ τὸ τελευταῖον τοῦτο τόλμημα ἐβουλεύσατο περὶ τῆσ πυρᾶσ, καὶ διέδωκε λόγον ἐσ τοὺσ Ἕλληνασ εὐθὺσ ἀπ’ Ὀλυμπίων τῶν ἔμπροσθεν ὡσ ἐσ τοὐπιὸν καύσων ἑαυτόν. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:47)
  • τί δὲ καινουργεῖσ, Ἀγάμεμνον ἄναξ; (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, anapests3)
  • εἰ μή τι παρανοοῦσα καινουργεῖσ λόγον; (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode 1:9)
  • ὅτι δὲ καινουργοῦσιν κατὰ τὰσ φωνὰσ οἱ Θηβαῖοι Στράττισ ἐπιδείκνυσιν ἐν Φοινίσσαισ διὰ τούτων ξυνίετ’ οὐδέν, πᾶσα Θηβαίων πόλισ, οὐδέν ποτ’ ἀλλ’ · (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 15 2:3)
  • ἐπὶ τὸ καινουργεῖν φέρου, οὕτωσ, ἐκείνωσ, τοῦτο γιγνώσκων ὅτι ἓν καινὸν ἐγχείρημα, κἂν τολμηρὸν ᾖ,, πολλῶν παλαιῶν ἐστι χρησιμώτερον ὅτι δὲ καὶ οἱ ἀρχαῖοι οἴδασι τὸ οὕτω λεγόμενον ὕδωρ, ἵνα μὴ πάλιν ἀγανακτήσῃσ δηκόκταν μου λέγοντοσ, δείξω, κατὰ γὰρ Φερεκράτουσ Ψευδηρακλέα εἴποι τισ ἂν τῶν πάνυ δοκησιδεξίων ἐγὼ δ’ ἂν ἀντείποιμι μὴ πολυπραγμόνει, ἀλλ’ εἰ δοκεῖ σοι, πρόσεχε τὸν νοῦν κἀκροῶ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 95 1:4)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION