Ancient Greek-English Dictionary Language

καγχαλάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: καγχαλάω

Structure: καγχαλά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to laugh aloud

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καγχαλῶ καγχαλᾷς καγχαλᾷ
Dual καγχαλᾶτον καγχαλᾶτον
Plural καγχαλῶμεν καγχαλᾶτε καγχαλῶσιν*
SubjunctiveSingular καγχαλῶ καγχαλῇς καγχαλῇ
Dual καγχαλῆτον καγχαλῆτον
Plural καγχαλῶμεν καγχαλῆτε καγχαλῶσιν*
OptativeSingular καγχαλῷμι καγχαλῷς καγχαλῷ
Dual καγχαλῷτον καγχαλῴτην
Plural καγχαλῷμεν καγχαλῷτε καγχαλῷεν
ImperativeSingular καγχάλᾱ καγχαλᾱ́τω
Dual καγχαλᾶτον καγχαλᾱ́των
Plural καγχαλᾶτε καγχαλώντων, καγχαλᾱ́τωσαν
Infinitive καγχαλᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
καγχαλων καγχαλωντος καγχαλωσα καγχαλωσης καγχαλων καγχαλωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καγχαλῶμαι καγχαλᾷ καγχαλᾶται
Dual καγχαλᾶσθον καγχαλᾶσθον
Plural καγχαλώμεθα καγχαλᾶσθε καγχαλῶνται
SubjunctiveSingular καγχαλῶμαι καγχαλῇ καγχαλῆται
Dual καγχαλῆσθον καγχαλῆσθον
Plural καγχαλώμεθα καγχαλῆσθε καγχαλῶνται
OptativeSingular καγχαλῴμην καγχαλῷο καγχαλῷτο
Dual καγχαλῷσθον καγχαλῴσθην
Plural καγχαλῴμεθα καγχαλῷσθε καγχαλῷντο
ImperativeSingular καγχαλῶ καγχαλᾱ́σθω
Dual καγχαλᾶσθον καγχαλᾱ́σθων
Plural καγχαλᾶσθε καγχαλᾱ́σθων, καγχαλᾱ́σθωσαν
Infinitive καγχαλᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καγχαλωμενος καγχαλωμενου καγχαλωμενη καγχαλωμενης καγχαλωμενον καγχαλωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to laugh aloud

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION