- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἰλιγγιάω?

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: ilingiaō 고전 발음: [일링기아오:] 신약 발음: [일링기아오]

기본형: ἰλιγγιάω

형태분석: ἰλιγγιά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be or become dizzy, lose one's head

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἰλιγγίω

ἰλιγγίᾳς

ἰλιγγίᾳ

쌍수 ἰλιγγίατον

ἰλιγγίατον

복수 ἰλιγγίωμεν

ἰλιγγίατε

ἰλιγγίωσι(ν)

접속법단수 ἰλιγγίω

ἰλιγγίῃς

ἰλιγγίῃ

쌍수 ἰλιγγίητον

ἰλιγγίητον

복수 ἰλιγγίωμεν

ἰλιγγίητε

ἰλιγγίωσι(ν)

기원법단수 ἰλιγγίῳμι

ἰλιγγίῳς

ἰλιγγίῳ

쌍수 ἰλιγγίῳτον

ἰλιγγιῷτην

복수 ἰλιγγίῳμεν

ἰλιγγίῳτε

ἰλιγγίῳεν

명령법단수 ἰλιγγῖα

ἰλιγγιᾶτω

쌍수 ἰλιγγίατον

ἰλιγγιᾶτων

복수 ἰλιγγίατε

ἰλιγγιῶντων, ἰλιγγιᾶτωσαν

부정사 ἰλιγγίαν

분사 남성여성중성
ἰλιγγιων

ἰλιγγιωντος

ἰλιγγιωσα

ἰλιγγιωσης

ἰλιγγιων

ἰλιγγιωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἰλιγγίωμαι

ἰλιγγίᾳ

ἰλιγγίαται

쌍수 ἰλιγγίασθον

ἰλιγγίασθον

복수 ἰλιγγιῶμεθα

ἰλιγγίασθε

ἰλιγγίωνται

접속법단수 ἰλιγγίωμαι

ἰλιγγίῃ

ἰλιγγίηται

쌍수 ἰλιγγίησθον

ἰλιγγίησθον

복수 ἰλιγγιώμεθα

ἰλιγγίησθε

ἰλιγγίωνται

기원법단수 ἰλιγγιῷμην

ἰλιγγίῳο

ἰλιγγίῳτο

쌍수 ἰλιγγίῳσθον

ἰλιγγιῷσθην

복수 ἰλιγγιῷμεθα

ἰλιγγίῳσθε

ἰλιγγίῳντο

명령법단수 ἰλιγγίω

ἰλιγγιᾶσθω

쌍수 ἰλιγγίασθον

ἰλιγγιᾶσθων

복수 ἰλιγγίασθε

ἰλιγγιᾶσθων, ἰλιγγιᾶσθωσαν

부정사 ἰλιγγίασθαι

분사 남성여성중성
ἰλιγγιωμενος

ἰλιγγιωμενου

ἰλιγγιωμενη

ἰλιγγιωμενης

ἰλιγγιωμενον

ἰλιγγιωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be or become dizzy

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION