헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἰδιοβουλέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἰδιοβουλέω

형태분석: ἰδιοβουλέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: boulh/

  1. to follow one's own counsel, take one's own way

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἰδιοβουλῶ

ἰδιοβουλεῖς

ἰδιοβουλεῖ

쌍수 ἰδιοβουλεῖτον

ἰδιοβουλεῖτον

복수 ἰδιοβουλοῦμεν

ἰδιοβουλεῖτε

ἰδιοβουλοῦσιν*

접속법단수 ἰδιοβουλῶ

ἰδιοβουλῇς

ἰδιοβουλῇ

쌍수 ἰδιοβουλῆτον

ἰδιοβουλῆτον

복수 ἰδιοβουλῶμεν

ἰδιοβουλῆτε

ἰδιοβουλῶσιν*

기원법단수 ἰδιοβουλοῖμι

ἰδιοβουλοῖς

ἰδιοβουλοῖ

쌍수 ἰδιοβουλοῖτον

ἰδιοβουλοίτην

복수 ἰδιοβουλοῖμεν

ἰδιοβουλοῖτε

ἰδιοβουλοῖεν

명령법단수 ἰδιοβούλει

ἰδιοβουλείτω

쌍수 ἰδιοβουλεῖτον

ἰδιοβουλείτων

복수 ἰδιοβουλεῖτε

ἰδιοβουλούντων, ἰδιοβουλείτωσαν

부정사 ἰδιοβουλεῖν

분사 남성여성중성
ἰδιοβουλων

ἰδιοβουλουντος

ἰδιοβουλουσα

ἰδιοβουλουσης

ἰδιοβουλουν

ἰδιοβουλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἰδιοβουλοῦμαι

ἰδιοβουλεῖ, ἰδιοβουλῇ

ἰδιοβουλεῖται

쌍수 ἰδιοβουλεῖσθον

ἰδιοβουλεῖσθον

복수 ἰδιοβουλούμεθα

ἰδιοβουλεῖσθε

ἰδιοβουλοῦνται

접속법단수 ἰδιοβουλῶμαι

ἰδιοβουλῇ

ἰδιοβουλῆται

쌍수 ἰδιοβουλῆσθον

ἰδιοβουλῆσθον

복수 ἰδιοβουλώμεθα

ἰδιοβουλῆσθε

ἰδιοβουλῶνται

기원법단수 ἰδιοβουλοίμην

ἰδιοβουλοῖο

ἰδιοβουλοῖτο

쌍수 ἰδιοβουλοῖσθον

ἰδιοβουλοίσθην

복수 ἰδιοβουλοίμεθα

ἰδιοβουλοῖσθε

ἰδιοβουλοῖντο

명령법단수 ἰδιοβουλοῦ

ἰδιοβουλείσθω

쌍수 ἰδιοβουλεῖσθον

ἰδιοβουλείσθων

복수 ἰδιοβουλεῖσθε

ἰδιοβουλείσθων, ἰδιοβουλείσθωσαν

부정사 ἰδιοβουλεῖσθαι

분사 남성여성중성
ἰδιοβουλουμενος

ἰδιοβουλουμενου

ἰδιοβουλουμενη

ἰδιοβουλουμενης

ἰδιοβουλουμενον

ἰδιοβουλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to follow one's own counsel

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION