Ancient Greek-English Dictionary Language

ἡβάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἡβάω

Structure: ἡβά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: h(/bh

Sense

  1. to be at man's estate, to be in the prime of youth, in the prime and pride of life, being, past puberty, when I was young, the young, a young luxuriant
  2. to be young, is young, is like a young man

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ή̔βω ή̔βᾳς ή̔βᾳ
Dual ή̔βᾱτον ή̔βᾱτον
Plural ή̔βωμεν ή̔βᾱτε ή̔βωσιν*
SubjunctiveSingular ή̔βω ή̔βῃς ή̔βῃ
Dual ή̔βητον ή̔βητον
Plural ή̔βωμεν ή̔βητε ή̔βωσιν*
OptativeSingular ή̔βῳμι ή̔βῳς ή̔βῳ
Dual ή̔βῳτον ἡβῷτην
Plural ή̔βῳμεν ή̔βῳτε ή̔βῳεν
ImperativeSingular ῆ̔βᾱ ἡβᾶτω
Dual ή̔βᾱτον ἡβᾶτων
Plural ή̔βᾱτε ἡβῶντων, ἡβᾶτωσαν
Infinitive ή̔βᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἡβων ἡβωντος ἡβωσα ἡβωσης ἡβων ἡβωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ή̔βωμαι ή̔βᾳ ή̔βᾱται
Dual ή̔βᾱσθον ή̔βᾱσθον
Plural ἡβῶμεθα ή̔βᾱσθε ή̔βωνται
SubjunctiveSingular ή̔βωμαι ή̔βῃ ή̔βηται
Dual ή̔βησθον ή̔βησθον
Plural ἡβώμεθα ή̔βησθε ή̔βωνται
OptativeSingular ἡβῷμην ή̔βῳο ή̔βῳτο
Dual ή̔βῳσθον ἡβῷσθην
Plural ἡβῷμεθα ή̔βῳσθε ή̔βῳντο
ImperativeSingular ή̔βω ἡβᾶσθω
Dual ή̔βᾱσθον ἡβᾶσθων
Plural ή̔βᾱσθε ἡβᾶσθων, ἡβᾶσθωσαν
Infinitive ή̔βᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἡβωμενος ἡβωμενου ἡβωμενη ἡβωμενης ἡβωμενον ἡβωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • γράμματα γὰρ μνημεῖα λόγων μήτηρ γεγαυῖα παίδων ἡβώντων ἐξεπόνησε μαθεῖν. (Plutarch, De liberis educandis, section 20 7:1)
  • "λέγει γὰρ ἐν τῷ τῆσ Ναΐδοσ προσώπῳ καὶ τὸν χρόνον αἰνιττόμενοσ ἐννέα τοι ζώει γενεὰσ λακέρυζα κορώνη, ἀνδρῶν ἡβώντων ἔλαφοσ δέ τε τετρακόρωνοσ τρεῖσ δ’ ἐλάφουσ ὁ κόραξ γηράσκεται αὐτὰρ ὁ φοίνιξ ἐννέα τοὺσ κόρακασ· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 112)
  • "ἀλλ’ οἱ μὲν ἡβώντων ἀναγιγνώσκοντεσ ἔτη τριάκοντα ποιοῦσι τὴν γενεὰν καθ’ Ἡράκλειτον, ἐν ᾧ χρόνῳ γεννῶντα παρέχει τὸν ἐξ αὑτοῦ γεγεννημένον ὁ γεννήσασ. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 11 2:3)
  • "οἱ δὲ γηρώντων πάλιν οὐχ ἡβώντων γράφοντεσ ὀκτὼ καὶ ἑκατὸν ἔτη νέμουσι τῇ γενεᾷ · (Plutarch, De defectu oraculorum, section 11 2:4)
  • ἔδωκε δ’ αὐτῷ καὶ τῶν ἡβώντων μαστιγοφόρουσ, ὅπωσ τιμωροῖεν ὁπότε δέοι, ὥστε πολλὴν μὲν αἰδῶ, πολλὴν δὲ πειθὼ ἐκεῖ συμπαρεῖναι. (Xenophon, Minor Works, , chapter 2 3:2)

Synonyms

  1. to be young

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION