헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γερονταγωγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γερονταγωγέω

형태분석: γερονταγωγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: a)gwgo/s

  1. to guide an old man

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γερονταγώγω

γερονταγώγεις

γερονταγώγει

쌍수 γερονταγώγειτον

γερονταγώγειτον

복수 γερονταγώγουμεν

γερονταγώγειτε

γερονταγώγουσιν*

접속법단수 γερονταγώγω

γερονταγώγῃς

γερονταγώγῃ

쌍수 γερονταγώγητον

γερονταγώγητον

복수 γερονταγώγωμεν

γερονταγώγητε

γερονταγώγωσιν*

기원법단수 γερονταγώγοιμι

γερονταγώγοις

γερονταγώγοι

쌍수 γερονταγώγοιτον

γερονταγωγοίτην

복수 γερονταγώγοιμεν

γερονταγώγοιτε

γερονταγώγοιεν

명령법단수 γερονταγῶγει

γερονταγωγεῖτω

쌍수 γερονταγώγειτον

γερονταγωγεῖτων

복수 γερονταγώγειτε

γερονταγωγοῦντων, γερονταγωγεῖτωσαν

부정사 γερονταγώγειν

분사 남성여성중성
γερονταγωγων

γερονταγωγουντος

γερονταγωγουσα

γερονταγωγουσης

γερονταγωγουν

γερονταγωγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γερονταγώγουμαι

γερονταγώγει, γερονταγώγῃ

γερονταγώγειται

쌍수 γερονταγώγεισθον

γερονταγώγεισθον

복수 γερονταγωγοῦμεθα

γερονταγώγεισθε

γερονταγώγουνται

접속법단수 γερονταγώγωμαι

γερονταγώγῃ

γερονταγώγηται

쌍수 γερονταγώγησθον

γερονταγώγησθον

복수 γερονταγωγώμεθα

γερονταγώγησθε

γερονταγώγωνται

기원법단수 γερονταγωγοίμην

γερονταγώγοιο

γερονταγώγοιτο

쌍수 γερονταγώγοισθον

γερονταγωγοίσθην

복수 γερονταγωγοίμεθα

γερονταγώγοισθε

γερονταγώγοιντο

명령법단수 γερονταγώγου

γερονταγωγεῖσθω

쌍수 γερονταγώγεισθον

γερονταγωγεῖσθων

복수 γερονταγώγεισθε

γερονταγωγεῖσθων, γερονταγωγεῖσθωσαν

부정사 γερονταγώγεισθαι

분사 남성여성중성
γερονταγωγουμενος

γερονταγωγουμενου

γερονταγωγουμενη

γερονταγωγουμενης

γερονταγωγουμενον

γερονταγωγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τραχὺσ ὢν πρὸσ τοὺσ ἐπιεικεῖσ καὶ βαρὺσ αὖθισ ὑπέβαλλε τοῖσ πολλοῖσ πρὸσ χάριν ἑαυτὸν γερονταγωγῶν κἀναμισθαρνεῖν διδούσ καὶ τὸ· (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 13 3:2)

    (플루타르코스, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 13 3:2)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION