Ancient Greek-English Dictionary Language

γενικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γενικός γενική γενικόν

Structure: γενικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or belonging to the genos
  2. principal, typical
  3. consisting of families
  4. sexual
  5. in kind
  6. (elliptically for γενική πτῶσις ‎(ptôsis)) the genitive case

Examples

  • δοκεῖ δέ μοι δύο ταῦτ’ εἶναι τὰ γενικώτατα, ὧν ἐφίεσθαι δεῖ τοὺσ συντιθέντασ μέτρα τε καὶ λόγουσ, ἥ τε ἡδονὴ καὶ τὸ καλόν· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 102)
  • καὶ τὰ πρῶτά γε καὶ γενικώτατα νοσήματα τέτταρα τὸν ἀριθμὸν ὑπάρχει θερμότητι καὶ ψυχρότητι καὶ ξηρότητι καὶ ὑγρότητι διαφέροντα. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 867)

Synonyms

  1. sexual

  2. in kind

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION