Ancient Greek-English Dictionary Language

γενικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γενικός γενική γενικόν

Structure: γενικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or belonging to the genos
  2. principal, typical
  3. consisting of families
  4. sexual
  5. in kind
  6. (elliptically for γενική πτῶσις ‎(ptôsis)) the genitive case

Examples

  • καὶ τούτων ζητηθείσησ τῆσ γενικῆσ γραφῆσ ἐν τῷ καταλοχισμῷ καὶ μὴ εὑρεθείσησ, ἐχωρίσθησαν τοῦ ἱερατεύειν. (Septuagint, Liber Esdrae I 5:39)
  • οἱ μὲν γὰρ ἀκολούθωσ τῇ κοινῇ συνηθείᾳ σχηματίζοντεσ τὴν φράσιν τῷ τε θηλυκῷ γένει τῆσ προσηγορίασ τὸ θηλυκὸν ἂν ἔζευξαν μόριον, καὶ τὴν πτῶσιν τὴν αἰτιατικὴν ἂν ἀντὶ τῆσ γενικῆσ ἔταξαν τὸν τρόπον τόνδε· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 11 1:2)
  • ἐπὶ μὲν γὰρ τῆσ γενικῆσ πτώσεωσ ἐξενήνοχεν τό τε μετοχικὸν ὄνομα τὸ μενόντων καὶ τὸ ἀντονομαστικὸν τὸ ἡμῶν, ἐπὶ δὲ τῆσ δοτικῆσ τὸ ὑποχωρήσασιν· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 12 1:1)
  • καθόλου ἐπὶ τῶν εἰσ ξ ληγόντων ὀνομάτων ἐζήτηται τί δή ποτε τῷ αὐτῷ οὐ χρῶνται ἐπὶ γενικῆσ συμφώνῳ τῆσ τελευταίασ συλλαβῆσ τυπωτικῷ λέγω δὲ ὄνυξ καὶ ὄρτυξ, τὰ δὲ εἰσ ξ ἀρσενικὰ ἁπλᾶ δισσύλλαβα ὅταν τῷ ῡ παρεδρεύηται, ἔχῃ δὲ τῆσ τελευταίασ συλλαβῆσ ἄρχον ἕν τι τῶν ἀμεταβόλων ἢ δι’ ὧν ἡ πρώτη συζυγία τῶν βαρυτόνων λέγεται, διὰ τοῦ κ ἐπὶ γενικῆσ κλίνεται, κήρυκοσ, πέλυκοσ, Ἔρυκοσ, Βέβρυκοσ, ὅσα δὲ μὴ τοῦτον ἔχει· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 472)

Synonyms

  1. sexual

  2. in kind

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION