Ancient Greek-English Dictionary Language

γενικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γενικός γενική γενικόν

Structure: γενικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or belonging to the genos
  2. principal, typical
  3. consisting of families
  4. sexual
  5. in kind
  6. (elliptically for γενική πτῶσις ‎(ptôsis)) the genitive case

Examples

  • προθεὶσ γὰρ ἡ μὲν ἐπιείκεια τοῦ διδάσκειν καθ’ ἡσυχίαν οὐ ψέγεται, ἔπειτα συνάψασ τῷ ἑνικῷ καὶ κατὰ τὴν ὀρθὴν ἐξενηνεγμένῳ πτῶσιν τὰ δὲ τοῦ πολέμου παρόντα ἤδη καὶ οὐ μέλλοντα ἐπιζεύγνσι τούτοισ ἑνικὸν καὶ κατὰ τὴν γενικὴν ἐσχηματισμένον πτῶσιν, εἴ τε ἄρθρον δεικτικὸν βούλεταί τισ αὐτὸ καλεῖν εἴ τε ἀντονομασίαν, τὸ αὐτοῦ· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 37 1:7)
  • "οἱ δὲ Δωριεῖσ λέγοντεσ ὄρνιξ τὴν γενικὴν διὰ τοῦ χ λέγουσιν ὄρνιχοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 14 5:56)
  • κἀν Φιλοκτήτῃ δὲ κατὰ γενικὴν κλίσιν φαβῶν εἴρηκεν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 50 1:4)
  • τὴν γενικὴν δὲ σεμιδάλιδοσ εἴρηκεν ὁ Στράττισ ἐν τῷ αὐτῷ δράματι οὕτω · (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 101 3:7)
  • Ἄρχιπποσ Ἰχθύσιν, ὡσ πρόκειται, τὴν δὲ γενικὴν Κρατῖνοσ Ὀδυσσεῦσι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 97 2:4)

Synonyms

  1. sexual

  2. in kind

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION