Ancient Greek-English Dictionary Language

γενικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γενικός γενική γενικόν

Structure: γενικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or belonging to the genos
  2. principal, typical
  3. consisting of families
  4. sexual
  5. in kind
  6. (elliptically for γενική πτῶσις ‎(ptôsis)) the genitive case

Examples

  • καθόλου τε τῇ πληθυντικῇ εὐθείᾳ ἑπομένη ἡ ἑνικὴ γενικὴ χρῆται τῷ αὐτῷ συμφώνῳ τῆσ τελευταίασ τυπωτικῷ, κἂν ἄνευ συμφώνου λέγηται, ὁμοίωσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 1:3)
  • Ἀττικοὶ δὲ καὶ οὐδετέρωσ λέγουσι, καὶ γίνεται ἡ γενικὴ τοῦ ταρίχουσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 89 3:4)
  • ὅτε δὲ ἀρσενικόν ἐστιν, ἡ γενικὴ οὐκέτι ἕξει τὸ σ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 89 4:2)
  • τούτου ἡ γενικὴ ἰκτίνου, ὡσ παρὰ Σημωνίδῃ· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 111)
  • ἡ γενικὴ γηρέντοσ ὥσπερ τιθέντοσ· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 58)

Synonyms

  1. sexual

  2. in kind

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION