Ancient Greek-English Dictionary Language

γενικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γενικός γενική γενικόν

Structure: γενικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or belonging to the genos
  2. principal, typical
  3. consisting of families
  4. sexual
  5. in kind
  6. (elliptically for γενική πτῶσις ‎(ptôsis)) the genitive case

Examples

  • οἱ δὲ τὰ ἀρρενικὰ τοῖσ θηλυκοῖσ συντάττοντεσ, ὥσπερ οὗτοσ πεποίηκεν, καὶ τὰσ γενικὰσ ἀντὶ τῶν αἰτιατικῶν πτώσεων παραλαμβάνοντεσ σολοικίζειν ἂν ὑφ’ ἡμῶν λέγοιντο. (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 11 1:4)
  • τὰσ μέντοι γενικὰσ αὐτῆσ διαφορὰσ ταύτασ εἶναι πείθομαι μόνασ τὰσ τρεῖσ, αἷσ ὁ βουλόμενοσ ὀνόματα θήσεται τὰ οἰκεῖα, ἐπειδὰν τούσ τε χαρακτῆρασ αὐτῶν καὶ τὰσ διαφορὰσ ἀκούσῃ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 213)
  • ἑτέραν οἴκησιν μήτ’ ἄλλοθι που συντελεῖν, τάσ τε καταγραφὰσ τῶν στρατιωτῶν καὶ τὰσ εἰσπράξεισ τῶν χρημάτων τὰσ γινομένασ εἰσ τὰ στρατιωτικὰ καὶ τὰσ ἄλλασ χρείασ, ἃσ ἕκαστον ἔδει τῷ κοινῷ παρέχειν, οὐκέτι κατὰ τὰσ τρεῖσ φυλὰσ τὰσ γενικὰσ ὡσ πρότερον, ἀλλὰ κατὰ τὰσ τέτταρασ τὰσ τοπικὰσ τὰσ ὑφ’ ἑαυτοῦ διαταχθείσασ ἐποιεῖτο, ἡγεμόνασ ἐφ’ ἑκάστησ ἀποδείξασ συμμορίασ, ὥσπερ φυλάρχουσ ἢ κωμάρχασ, οἷσ προσέταξεν εἰδέναι, ποίαν οἰκίαν ἕκαστοσ οἰκεῖ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 14 3:1)

Synonyms

  1. sexual

  2. in kind

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION