Ancient Greek-English Dictionary Language

φλογερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φλογερός φλογερή φλογερόν

Structure: φλογερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: flo/c

Sense

  1. flaming, fiery-red

Examples

  • καὶ τὸ θάλποσ δὲ αὐτὸ καὶ ὁ ἀὴρ κομιδῇ πυρώδησ καὶ φλογερὸσ ὢν καὶ ἡ ψάμμοσ ὑπερζέουσα παντελῶσ ἄβατον τὴν χώραν τίθησι. (Lucian, Dipsades 1:4)
  • πολλοὺσ δὲ πυρσεύσασ φλογερὸν σέλασ ἀμφιρύταν Εὔβοιαν εἷλ’ Ἀχαιῶν μονόκωποσ ἀνήρ, πέτραισ Καφηρίσιν ἐμβαλὼν Αἰγαίαισ τ’ ἐνάλοισ δόλιον ἀκταῖσ ἀστέρα λάμψασ. (Euripides, Helen, choral, antistrophe 13)
  • Ἔρωσ δ’ ἄρα καὶ Λιπαραίω πολλάκισ Ἡφαίστοιο σέλασ φλογερώτερον αἴθει. (Theocritus, Idylls, 94)
  • ἡ δὲ γυνὴ πῦρ ἄσβεστον, φλογερόν, πάντοτ’ ἀναπτόμενον. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 1674)
  • ἤν τισ ὀιστοῦ ἄκρον ἕλῃ φλογεροῦ, δύεται ἐντὸσ ὅλοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4433)

Synonyms

  1. flaming

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION