헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φιλολογέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φιλολογέω φιλολογήσω

형태분석: φιλολογέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 공부하다, 학습하다, 외우다
  1. to love learning, to study

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φιλολόγω

(나는) 공부한다

φιλολόγεις

(너는) 공부한다

φιλολόγει

(그는) 공부한다

쌍수 φιλολόγειτον

(너희 둘은) 공부한다

φιλολόγειτον

(그 둘은) 공부한다

복수 φιλολόγουμεν

(우리는) 공부한다

φιλολόγειτε

(너희는) 공부한다

φιλολόγουσιν*

(그들은) 공부한다

접속법단수 φιλολόγω

(나는) 공부하자

φιλολόγῃς

(너는) 공부하자

φιλολόγῃ

(그는) 공부하자

쌍수 φιλολόγητον

(너희 둘은) 공부하자

φιλολόγητον

(그 둘은) 공부하자

복수 φιλολόγωμεν

(우리는) 공부하자

φιλολόγητε

(너희는) 공부하자

φιλολόγωσιν*

(그들은) 공부하자

기원법단수 φιλολόγοιμι

(나는) 공부하기를 (바라다)

φιλολόγοις

(너는) 공부하기를 (바라다)

φιλολόγοι

(그는) 공부하기를 (바라다)

쌍수 φιλολόγοιτον

(너희 둘은) 공부하기를 (바라다)

φιλολογοίτην

(그 둘은) 공부하기를 (바라다)

복수 φιλολόγοιμεν

(우리는) 공부하기를 (바라다)

φιλολόγοιτε

(너희는) 공부하기를 (바라다)

φιλολόγοιεν

(그들은) 공부하기를 (바라다)

명령법단수 φιλολο͂γει

(너는) 공부해라

φιλολογεῖτω

(그는) 공부해라

쌍수 φιλολόγειτον

(너희 둘은) 공부해라

φιλολογεῖτων

(그 둘은) 공부해라

복수 φιλολόγειτε

(너희는) 공부해라

φιλολογοῦντων, φιλολογεῖτωσαν

(그들은) 공부해라

부정사 φιλολόγειν

공부하는 것

분사 남성여성중성
φιλολογων

φιλολογουντος

φιλολογουσα

φιλολογουσης

φιλολογουν

φιλολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φιλολόγουμαι

(나는) 공부된다

φιλολόγει, φιλολόγῃ

(너는) 공부된다

φιλολόγειται

(그는) 공부된다

쌍수 φιλολόγεισθον

(너희 둘은) 공부된다

φιλολόγεισθον

(그 둘은) 공부된다

복수 φιλολογοῦμεθα

(우리는) 공부된다

φιλολόγεισθε

(너희는) 공부된다

φιλολόγουνται

(그들은) 공부된다

접속법단수 φιλολόγωμαι

(나는) 공부되자

φιλολόγῃ

(너는) 공부되자

φιλολόγηται

(그는) 공부되자

쌍수 φιλολόγησθον

(너희 둘은) 공부되자

φιλολόγησθον

(그 둘은) 공부되자

복수 φιλολογώμεθα

(우리는) 공부되자

φιλολόγησθε

(너희는) 공부되자

φιλολόγωνται

(그들은) 공부되자

기원법단수 φιλολογοίμην

(나는) 공부되기를 (바라다)

φιλολόγοιο

(너는) 공부되기를 (바라다)

φιλολόγοιτο

(그는) 공부되기를 (바라다)

쌍수 φιλολόγοισθον

(너희 둘은) 공부되기를 (바라다)

φιλολογοίσθην

(그 둘은) 공부되기를 (바라다)

복수 φιλολογοίμεθα

(우리는) 공부되기를 (바라다)

φιλολόγοισθε

(너희는) 공부되기를 (바라다)

φιλολόγοιντο

(그들은) 공부되기를 (바라다)

명령법단수 φιλολόγου

(너는) 공부되어라

φιλολογεῖσθω

(그는) 공부되어라

쌍수 φιλολόγεισθον

(너희 둘은) 공부되어라

φιλολογεῖσθων

(그 둘은) 공부되어라

복수 φιλολόγεισθε

(너희는) 공부되어라

φιλολογεῖσθων, φιλολογεῖσθωσαν

(그들은) 공부되어라

부정사 φιλολόγεισθαι

공부되는 것

분사 남성여성중성
φιλολογουμενος

φιλολογουμενου

φιλολογουμενη

φιλολογουμενης

φιλολογουμενον

φιλολογουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φιλολογήσω

(나는) 공부하겠다

φιλολογήσεις

(너는) 공부하겠다

φιλολογήσει

(그는) 공부하겠다

쌍수 φιλολογήσετον

(너희 둘은) 공부하겠다

φιλολογήσετον

(그 둘은) 공부하겠다

복수 φιλολογήσομεν

(우리는) 공부하겠다

φιλολογήσετε

(너희는) 공부하겠다

φιλολογήσουσιν*

(그들은) 공부하겠다

기원법단수 φιλολογήσοιμι

(나는) 공부하겠기를 (바라다)

φιλολογήσοις

(너는) 공부하겠기를 (바라다)

φιλολογήσοι

(그는) 공부하겠기를 (바라다)

쌍수 φιλολογήσοιτον

(너희 둘은) 공부하겠기를 (바라다)

φιλολογησοίτην

(그 둘은) 공부하겠기를 (바라다)

복수 φιλολογήσοιμεν

(우리는) 공부하겠기를 (바라다)

φιλολογήσοιτε

(너희는) 공부하겠기를 (바라다)

φιλολογήσοιεν

(그들은) 공부하겠기를 (바라다)

부정사 φιλολογήσειν

공부할 것

분사 남성여성중성
φιλολογησων

φιλολογησοντος

φιλολογησουσα

φιλολογησουσης

φιλολογησον

φιλολογησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φιλολογήσομαι

(나는) 공부되겠다

φιλολογήσει, φιλολογήσῃ

(너는) 공부되겠다

φιλολογήσεται

(그는) 공부되겠다

쌍수 φιλολογήσεσθον

(너희 둘은) 공부되겠다

φιλολογήσεσθον

(그 둘은) 공부되겠다

복수 φιλολογησόμεθα

(우리는) 공부되겠다

φιλολογήσεσθε

(너희는) 공부되겠다

φιλολογήσονται

(그들은) 공부되겠다

기원법단수 φιλολογησοίμην

(나는) 공부되겠기를 (바라다)

φιλολογήσοιο

(너는) 공부되겠기를 (바라다)

φιλολογήσοιτο

(그는) 공부되겠기를 (바라다)

쌍수 φιλολογήσοισθον

(너희 둘은) 공부되겠기를 (바라다)

φιλολογησοίσθην

(그 둘은) 공부되겠기를 (바라다)

복수 φιλολογησοίμεθα

(우리는) 공부되겠기를 (바라다)

φιλολογήσοισθε

(너희는) 공부되겠기를 (바라다)

φιλολογήσοιντο

(그들은) 공부되겠기를 (바라다)

부정사 φιλολογήσεσθαι

공부될 것

분사 남성여성중성
φιλολογησομενος

φιλολογησομενου

φιλολογησομενη

φιλολογησομενης

φιλολογησομενον

φιλολογησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφιλολο͂γουν

(나는) 공부하고 있었다

ἐφιλολο͂γεις

(너는) 공부하고 있었다

ἐφιλολο͂γειν*

(그는) 공부하고 있었다

쌍수 ἐφιλολόγειτον

(너희 둘은) 공부하고 있었다

ἐφιλολογεῖτην

(그 둘은) 공부하고 있었다

복수 ἐφιλολόγουμεν

(우리는) 공부하고 있었다

ἐφιλολόγειτε

(너희는) 공부하고 있었다

ἐφιλολο͂γουν

(그들은) 공부하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφιλολογοῦμην

(나는) 공부되고 있었다

ἐφιλολόγου

(너는) 공부되고 있었다

ἐφιλολόγειτο

(그는) 공부되고 있었다

쌍수 ἐφιλολόγεισθον

(너희 둘은) 공부되고 있었다

ἐφιλολογεῖσθην

(그 둘은) 공부되고 있었다

복수 ἐφιλολογοῦμεθα

(우리는) 공부되고 있었다

ἐφιλολόγεισθε

(너희는) 공부되고 있었다

ἐφιλολόγουντο

(그들은) 공부되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ μὴν φιλοσοφεῖν φιλολογεῖν τ’ ἀκηκοὼσ ὑμᾶσ ἐπιμελῶσ καρτερεῖν θ’ αἱρουμένουσ, τὴν πεῖραν ὑμῖν λήψομαι τῶν δογμάτων, πρῶτον· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 51 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 51 3:2)

  • αἰτίαν δὲ ἔλεγον οἱ φίλοι τούτου τὴν πολιτείαν καὶ τὰ δημόσια πράγματα, πρὸσ οἷσ ὅλασ τὸν Κάτωνα τὰσ ἡμέρασ ὄντα, καὶ κωλυόμενον φιλολογεῖν, νύκτωρ καὶ παρὰ πότον συγγίνεσθαι τοῖσ φιλοσόφοισ. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 6 2:1)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 6 2:1)

  • Μειδίαν δὲ τὸν Ἀναγυράσιον πλήξαντα αὐτὸν ἐν τῷ θεάτρῳ χορηγοῦντα εἰσ κρίσιν καταστήσασ, λαβὼν τρισχιλίασ ἀφῆκε τῆσ δίκησ λέγουσι δ’ αὐτὸν ἔτι νέον ὄντα εἰσ σπήλαιον ἀπιέναι κἀκεῖ φιλολογεῖν τὸ ἣμισυ τῆσ κεφαλῆσ; (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 8:2)

    (플루타르코스, Vitae decem oratorum, , section 1 8:2)

유의어

  1. 공부하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION