- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐσεβής?

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration: eusebēs

Principal Part: εὐσεβής εὐσεβής εὐσεηές

Structure: εὐσεβη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: σέβω

Sense

  1. pious, righteous, reverent to the gods, (4th C AD) reverent to the Emperor

Examples

  • καὶ γὰρ ὅτε εἰς τὴν Περσικὴν ἤγοντο οἱ πατέρες ἡμῶν, οἱ τότε εὐσεβεῖς ἱερεῖς λαβόντες ἀπὸ τοῦ πυρὸς τοῦ θυσιαστηρίου λαθραίως, κατέκρυψαν ἐν κοιλώματι φρέατος τάξιν ἔχοντος ἀνύδρου, ἐν ᾧ κατησφαλίσαντο ὥστε πᾶσιν ἄγνωστον εἶναι τὸν τόπον. (Septuagint, Liber Maccabees II 1:19)
  • οἱ δὲ εὐσεβεῖς συνετὰ ἐβουλεύσαντο, καὶ αὕτη ἡ βουλὴ μενεῖ. (Septuagint, Liber Isaiae 32:8)
  • καὶ πολύ γε, οἶμαι, πρότερον τοῦ γελᾶν πρὸς ἑαυτὸν ἐξετάσει πότερον εὐσεβεῖς αὐτοὺς χρὴ καλεῖν ἢ τοὐναντίον θεοῖς ἐχθροὺς καὶ κακοδαίμονας, οἵ γε οὕτω ταπεινὸν καὶ ἀγεννὲς τὸ θεῖον ὑπειλήφασιν ὥστε εἶναι ἀνθρώπων ἐνδεὲς καὶ κολακευόμενον ἥδεσθαι καὶ ἀγανακτεῖν ἀμελούμενον. (Lucian, De sacrificiis, (no name) 1:3)
  • οὐ γάρ ποτ ἂν χρηστοί γ ἔδρων οὐδ εὐσεβεῖς τάδ ἄνδρες. (Aristophanes, Lysistrata, Parodos, tetrameters4)
  • οὐκ εὐσεβεῖς γε: (Euripides, Ion, episode, iambics 1:10)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION