헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐρύστομος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐρύστομος εὐρύστομον

형태분석: εὐρυστομ (어간) + ος (어미)

어원: sto/ma

  1. wide-mouthed

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 εὐρύστομος

(이)가

εὐρύστομον

(것)가

속격 εὐρυστόμου

(이)의

εὐρυστόμου

(것)의

여격 εὐρυστόμῳ

(이)에게

εὐρυστόμῳ

(것)에게

대격 εὐρύστομον

(이)를

εὐρύστομον

(것)를

호격 εὐρύστομε

(이)야

εὐρύστομον

(것)야

쌍수주/대/호 εὐρυστόμω

(이)들이

εὐρυστόμω

(것)들이

속/여 εὐρυστόμοιν

(이)들의

εὐρυστόμοιν

(것)들의

복수주격 εὐρύστομοι

(이)들이

εὐρύστομα

(것)들이

속격 εὐρυστόμων

(이)들의

εὐρυστόμων

(것)들의

여격 εὐρυστόμοις

(이)들에게

εὐρυστόμοις

(것)들에게

대격 εὐρυστόμους

(이)들을

εὐρύστομα

(것)들을

호격 εὐρύστομοι

(이)들아

εὐρύστομα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ Σωσιφάνησ ὁ ποιητὴσ εἰσ Κηφισοκλέα τὸν ὑποκριτὴν εἶπεν λοιδορῶν αὐτὸν ὡσ εὐρύστομον ’ ἐνέβαλον γὰρ ἄν σου φησίν, ’ εἰσ τὰ ἰσχία λίθον, εἰ μὴ καταρραίνειν· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 78 2:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 78 2:5)

  • καὶ πάντα δὲ ὁπόσα περιτίθεται περὶ τοὺσ ἄξονασ ἢν εὐρύστομα ᾖ καὶ μὴ σύμπυκνα, ὑγρότερά ἐστιν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 10 12:3)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 10 12:3)

  • φασὶ δ’ εἶναι τὸ μαντεῖον ἄντρον κοῖλον κατὰ βάθουσ οὐ μάλα εὐρύστομον, ἀναφέρεσθαι δ’ ἐξ αὐτοῦ πνεῦμα ἐνθουσιαστικόν, ὑπερκεῖσθαι δὲ τοῦ στομίου τρίποδα ὑψηλόν, ἐφ’ ὃν τὴν Πυθίαν ἀναβαίνουσαν δεχομένην τὸ πνεῦμα ἀποθεσπίζειν ἔμμετρά τε καὶ ἄμετρα· (Strabo, Geography, Book 9, chapter 3 7:1)

    (스트라본, 지리학, Book 9, chapter 3 7:1)

  • ἐν δὲ τοῖσ πολέμοισ ἐκ τοῦ πόρου μικρὸν πρὸ τῆσ πόλεωσ ὑδρεύονται πηγὴν ἔχοντοσ ἀφθόνου ὕδατοσ, εἰσ ἣν περικαταστρέφεται κλίβανοσ καθεθεὶσ ἀπὸ τοῦ ὑδρευομένου σκάφουσ, μολιβοῦσ, εὐρύστομοσ, εἰσ πυθμένα συνηγμένοσ στενὸν ἔχοντα τρῆμα μέτριον, τῷ δὲ πυθμένι περιέσφιγκται σωλὴν σκύτινοσ, εἴτε ἄσκωμα δεῖ λέγειν, ὁ δεχόμενοσ τὸ ἀναθλιβόμενον ἐκ τῆσ πηγῆσ διὰ τοῦ κλιβάνου ὕδωρ. (Strabo, Geography, book 16, chapter 2 26:6)

    (스트라본, 지리학, book 16, chapter 2 26:6)

유의어

  1. wide-mouthed

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION