Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐπρεπής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐπρεπής εὐπρεπές

Structure: εὐπρεπη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pre/pw

Sense

  1. well-looking, goodly, comely, fair
  2. decent, seemly, fitting, becoming, most glorious
  3. specious, plausible, pretence

Examples

  • ἐσθῆτι σηρικῇ καὶ προσωπείῳ εὐπρεπεῖ, αὐλῷ τε καὶ τερετίσμασι καὶ τῇ τῶν ᾀδόντων εὐφωνίᾳ, οἷσ κοσμεῖσθαι μηδὲν ὂν τὸ τοῦ ὀρχηστοῦ πρᾶγμα, ὁ τότε κατὰ τὸν Νέρωνα εὐδοκιμῶν ὀρχηστήσ, οὐκ ἀσύνετοσ, ὥσ φασιν, ἀλλ’ εἰ καί τισ ἄλλοσ ἔν τε ἱστορίασ μνήμῃ καὶ κινήσεωσ κάλλει διενεγκών, ἐδεήθη τοῦ Δημητρίου εὐγνωμονεστάτην, οἶμαι, τὴν δέησιν, ἰδεῖν ὀρχούμενον, ἔπειτα κατηγορεῖν αὐτοῦ καὶ ὑπέσχετό γε ἄνευ αὐλοῦ καὶ ᾀσμάτων ἐπιδείξεσθαι αὐτῷ. (Lucian, De saltatione, (no name) 63:3)
  • ἦν δὲ πολὺ καὶ τὸ πρὸσ ἔχθραν σὺν προφάσει εὐπρεπεῖ ἀπελαυνόμενον ὑπὸ τῶν διαφόρων· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 24 6:4)
  • ὁ δὲ Ῥωμύλοσ ἐπικλήσει τε εὐπρεπεῖ τὸ πρᾶγμα ἐκόσμησε πατρωνείαν ὀνομάσασ τὴν τῶν πενήτων καὶ ταπεινῶν προστασίαν, καὶ τὰ ἔργα χρηστὰ προσέθηκεν ἑκατέροισ, καὶ φιλανθρώπουσ καὶ πολιτικὰσ κατασκευαζόμενοσ αὐτῶν τὰσ συζυγίασ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 9 6:1)
  • εὐπρεπεῖ ἀνάγκῃ καταληφθεὶσ ἀπεστάλη, καὶ ἕτεροσ αὖθισ οὐ πολλαῖσ ἡμέραισ ὕστερον εἰσ Νώρβαν πόλιν, ἥ ἐστι τοῦ Λατίνων ἔθνουσ οὐκ ἀφανήσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 13 8:1)

Synonyms

  1. well-looking

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION