Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐεπής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐεπής εὐεπές

Structure: εὐεπη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: e)/pos

Sense

  1. well-speaking, eloquent, melodious
  2. making eloquent
  3. well-spoken, acceptable

Examples

  • τὸ γὰρ ἐν χορὸν καὶ ἀντίτυπον καὶ οὐκ εὐεπέσ, τοῦ μὲν συνδέσμου λήγοντοσ εἰσ ἡμίφωνον στοιχεῖον τὸ ν, τοῦ δὲ προσηγορικοῦ τὴν ἀρχὴν λαμβάνοντοσ ἀφ’ ἑνὸσ τῶν ἀφώνων τοῦ χ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2230)
  • ἐν δὲ τῷ μεταλαμβάνειν τὸ στόμα σχηματισμὸν ἕτερον ἐξ ἑτέρου μήτε συγγενῆ μήτε παρόμοιον ἐμπεριλαμβάνεταί τισ χρόνοσ, σὺν ᾧ διίσταται τὸ λεῖόν τε καὶ εὐεπὲσ τῆσ ἁρμονίασ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2249)
  • τὸ δ’ εὐεπὲσ οἱ συνεχεῖσ τε καὶ οἱ συλλεαινόμενοι ποιοῦσιν ἦχοι. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2285)
  • ὦ Ἑλικὼν Βοιωτέ, σὺ μέν ποτε πολλάκισ ὕδωρ εὐεπὲσ ἐκ πηγέων ἔβλυσασ Ἡσιόδῳ· (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 241)

Synonyms

  1. well-speaking

  2. making eloquent

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION