Ancient Greek-English Dictionary Language

ἑτερογενής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἑτερογενής ἑτερογενές

Structure: ἑτερογενη (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. heterogenous; of different kinds

Examples

  • κομιζούσησ γὰρ τῆσ αὔρασ τὴν ἀπόρροιαν τῶν εὐωδεστάτων, προσπίπτει τοῖσ προσπλέουσι τὴν παράλιον προσηνὲσ καὶ πολύ, πρὸσ δὲ τούτοισ ὑγιεινὸν καὶ παρηλλαγμένον ἐκ τῶν ἀρίστων μῖγμα, οὔτε τετμημένου τοῦ καρποῦ καὶ τὴν ἰδίαν ἀκμὴν ἐκπεπνευκότοσ, οὔτε τὴν ἀπόθεσιν ἔχοντοσ ἐν ἑτερογενέσιν ἀγγείοισ, ἀλλ’ ἀπ’ αὐτῆσ τῆσ νεαρωτάτησ ὡρ́ασ καὶ τὸν βλαστὸν ἀκέραιον παρεχομένησ τῆσ θείασ φύσεωσ, ὥστε τοὺσ μεταλαμβάνοντασ τῆσ ἰδιότητοσ δοκεῖν ἀπολαύειν τῆσ μυθολογουμένησ ἀμβροσίασ διὰ τὸ τὴν ὑπερβολὴν τῆσ εὐωδίασ μηδεμίαν ἑτέραν εὑρίσκειν οἰκείαν προσηγορίαν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 46 5:1)

Synonyms

  1. heterogenous

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION