헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐργαστικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐργαστικός ἐργαστική ἐργαστικόν

형태분석: ἐργαστικ (어간) + ος (어미)

어원: e)rga/zomai

  1. 부지런한, 근면한, 바쁜, 일하고 있는
  1. able to work, working, industrious

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἐργαστικός

부지런한 (이)가

ἐργαστική

부지런한 (이)가

ἐργαστικόν

부지런한 (것)가

속격 ἐργαστικοῦ

부지런한 (이)의

ἐργαστικῆς

부지런한 (이)의

ἐργαστικοῦ

부지런한 (것)의

여격 ἐργαστικῷ

부지런한 (이)에게

ἐργαστικῇ

부지런한 (이)에게

ἐργαστικῷ

부지런한 (것)에게

대격 ἐργαστικόν

부지런한 (이)를

ἐργαστικήν

부지런한 (이)를

ἐργαστικόν

부지런한 (것)를

호격 ἐργαστικέ

부지런한 (이)야

ἐργαστική

부지런한 (이)야

ἐργαστικόν

부지런한 (것)야

쌍수주/대/호 ἐργαστικώ

부지런한 (이)들이

ἐργαστικᾱ́

부지런한 (이)들이

ἐργαστικώ

부지런한 (것)들이

속/여 ἐργαστικοῖν

부지런한 (이)들의

ἐργαστικαῖν

부지런한 (이)들의

ἐργαστικοῖν

부지런한 (것)들의

복수주격 ἐργαστικοί

부지런한 (이)들이

ἐργαστικαί

부지런한 (이)들이

ἐργαστικά

부지런한 (것)들이

속격 ἐργαστικῶν

부지런한 (이)들의

ἐργαστικῶν

부지런한 (이)들의

ἐργαστικῶν

부지런한 (것)들의

여격 ἐργαστικοῖς

부지런한 (이)들에게

ἐργαστικαῖς

부지런한 (이)들에게

ἐργαστικοῖς

부지런한 (것)들에게

대격 ἐργαστικούς

부지런한 (이)들을

ἐργαστικᾱ́ς

부지런한 (이)들을

ἐργαστικά

부지런한 (것)들을

호격 ἐργαστικοί

부지런한 (이)들아

ἐργαστικαί

부지런한 (이)들아

ἐργαστικά

부지런한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥστε καὶ αἱ τούτων ἐργαστικαὶ δυνάμεισ αἱ πρῶται τρεῖσ εἰσι καὶ κυριώταται· (Galen, On the Natural Faculties., , section 95)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 95)

  • τε καὶ ἐμψύχων δέρματα σωμάτων περιαιροῦσα σκυτοτομική, καὶ ὅσαι περὶ τὰ τοιαῦτά εἰσιν τέχναι, καὶ φελλῶν καὶ βύβλων καὶ δεσμῶν ἐργαστικαὶ παρέσχον δημιουργεῖν σύνθετα ἐκ μὴ συντιθεμένων εἴδη γενῶν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 191:1)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 191:1)

유의어

  1. 부지런한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION