Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐθελοδουλεία

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: ἐθελοδουλεία

Structure: ἐθελοδουλει (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: from e)qelo/doulos

Sense

  1. willing slavery

Examples

  • οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖσ ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑπόθεσισ τῆσ ἐθελοδουλείασ. (Lucian, De mercede, (no name) 5:2)
  • εἰ δέ γε κοινῷ δόγματι κἂν πρὸσ ὀλίγον ἀπέσχοντο τῆσδε τῆσ ἐθελοδουλείασ, οὐκ ἂν οἰεί τοὐναντίον αὐτοὺσ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰσ θύρασ τῶν πτωχῶν δεομένουσ τοὺσ πλουσίουσ, μὴ ἀθέατον αὐτῶν μηδ’ ἀμάρτυρον τὴν εὐδαιμονίαν καταλιπεῖν μηδ’ ἀνόνητόν τε καὶ ἄχρηστον τῶν τραπεζῶν τὸ κάλλοσ καὶ τῶν οἴκων τὸ μέγεθοσ; (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 23:3)

Synonyms

  1. willing slavery

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION