- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπορθοβοάω?

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: eporthoboaō 고전 발음: [에뽀토보아오:] 신약 발음: [애뽀토보아오]

기본형: ἐπορθοβοάω

형태분석: ἐπορθοβοά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to utter aloud

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπορθοβόω

ἐπορθοβόᾳς

ἐπορθοβόᾳ

쌍수 ἐπορθοβόατον

ἐπορθοβόατον

복수 ἐπορθοβόωμεν

ἐπορθοβόατε

ἐπορθοβόωσι(ν)

접속법단수 ἐπορθοβόω

ἐπορθοβόῃς

ἐπορθοβόῃ

쌍수 ἐπορθοβόητον

ἐπορθοβόητον

복수 ἐπορθοβόωμεν

ἐπορθοβόητε

ἐπορθοβόωσι(ν)

기원법단수 ἐπορθοβόῳμι

ἐπορθοβόῳς

ἐπορθοβόῳ

쌍수 ἐπορθοβόῳτον

ἐπορθοβοῷτην

복수 ἐπορθοβόῳμεν

ἐπορθοβόῳτε

ἐπορθοβόῳεν

명령법단수 ἐπορθοβο῀α

ἐπορθοβοᾶτω

쌍수 ἐπορθοβόατον

ἐπορθοβοᾶτων

복수 ἐπορθοβόατε

ἐπορθοβοῶντων, ἐπορθοβοᾶτωσαν

부정사 ἐπορθοβόαν

분사 남성여성중성
ἐπορθοβοων

ἐπορθοβοωντος

ἐπορθοβοωσα

ἐπορθοβοωσης

ἐπορθοβοων

ἐπορθοβοωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπορθοβόωμαι

ἐπορθοβόᾳ

ἐπορθοβόαται

쌍수 ἐπορθοβόασθον

ἐπορθοβόασθον

복수 ἐπορθοβοῶμεθα

ἐπορθοβόασθε

ἐπορθοβόωνται

접속법단수 ἐπορθοβόωμαι

ἐπορθοβόῃ

ἐπορθοβόηται

쌍수 ἐπορθοβόησθον

ἐπορθοβόησθον

복수 ἐπορθοβοώμεθα

ἐπορθοβόησθε

ἐπορθοβόωνται

기원법단수 ἐπορθοβοῷμην

ἐπορθοβόῳο

ἐπορθοβόῳτο

쌍수 ἐπορθοβόῳσθον

ἐπορθοβοῷσθην

복수 ἐπορθοβοῷμεθα

ἐπορθοβόῳσθε

ἐπορθοβόῳντο

명령법단수 ἐπορθοβόω

ἐπορθοβοᾶσθω

쌍수 ἐπορθοβόασθον

ἐπορθοβοᾶσθων

복수 ἐπορθοβόασθε

ἐπορθοβοᾶσθων, ἐπορθοβοᾶσθωσαν

부정사 ἐπορθοβόασθαι

분사 남성여성중성
ἐπορθοβοωμενος

ἐπορθοβοωμενου

ἐπορθοβοωμενη

ἐπορθοβοωμενης

ἐπορθοβοωμενον

ἐπορθοβοωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to utter aloud

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION