헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπορθιάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπορθιάζω

형태분석: ἐπ (접두사) + ὀρθιάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 추켜세우다, 올리다, 들다, 들어올리다
  1. to set upright, to lift up, to lift up the voice

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπορθιάζω

(나는) 추켜세운다

ἐπορθιάζεις

(너는) 추켜세운다

ἐπορθιάζει

(그는) 추켜세운다

쌍수 ἐπορθιάζετον

(너희 둘은) 추켜세운다

ἐπορθιάζετον

(그 둘은) 추켜세운다

복수 ἐπορθιάζομεν

(우리는) 추켜세운다

ἐπορθιάζετε

(너희는) 추켜세운다

ἐπορθιάζουσιν*

(그들은) 추켜세운다

접속법단수 ἐπορθιάζω

(나는) 추켜세우자

ἐπορθιάζῃς

(너는) 추켜세우자

ἐπορθιάζῃ

(그는) 추켜세우자

쌍수 ἐπορθιάζητον

(너희 둘은) 추켜세우자

ἐπορθιάζητον

(그 둘은) 추켜세우자

복수 ἐπορθιάζωμεν

(우리는) 추켜세우자

ἐπορθιάζητε

(너희는) 추켜세우자

ἐπορθιάζωσιν*

(그들은) 추켜세우자

기원법단수 ἐπορθιάζοιμι

(나는) 추켜세우기를 (바라다)

ἐπορθιάζοις

(너는) 추켜세우기를 (바라다)

ἐπορθιάζοι

(그는) 추켜세우기를 (바라다)

쌍수 ἐπορθιάζοιτον

(너희 둘은) 추켜세우기를 (바라다)

ἐπορθιαζοίτην

(그 둘은) 추켜세우기를 (바라다)

복수 ἐπορθιάζοιμεν

(우리는) 추켜세우기를 (바라다)

ἐπορθιάζοιτε

(너희는) 추켜세우기를 (바라다)

ἐπορθιάζοιεν

(그들은) 추켜세우기를 (바라다)

명령법단수 ἐπορθίαζε

(너는) 추켜세우어라

ἐπορθιαζέτω

(그는) 추켜세우어라

쌍수 ἐπορθιάζετον

(너희 둘은) 추켜세우어라

ἐπορθιαζέτων

(그 둘은) 추켜세우어라

복수 ἐπορθιάζετε

(너희는) 추켜세우어라

ἐπορθιαζόντων, ἐπορθιαζέτωσαν

(그들은) 추켜세우어라

부정사 ἐπορθιάζειν

추켜세우는 것

분사 남성여성중성
ἐπορθιαζων

ἐπορθιαζοντος

ἐπορθιαζουσα

ἐπορθιαζουσης

ἐπορθιαζον

ἐπορθιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπορθιάζομαι

(나는) 추켜세워진다

ἐπορθιάζει, ἐπορθιάζῃ

(너는) 추켜세워진다

ἐπορθιάζεται

(그는) 추켜세워진다

쌍수 ἐπορθιάζεσθον

(너희 둘은) 추켜세워진다

ἐπορθιάζεσθον

(그 둘은) 추켜세워진다

복수 ἐπορθιαζόμεθα

(우리는) 추켜세워진다

ἐπορθιάζεσθε

(너희는) 추켜세워진다

ἐπορθιάζονται

(그들은) 추켜세워진다

접속법단수 ἐπορθιάζωμαι

(나는) 추켜세워지자

ἐπορθιάζῃ

(너는) 추켜세워지자

ἐπορθιάζηται

(그는) 추켜세워지자

쌍수 ἐπορθιάζησθον

(너희 둘은) 추켜세워지자

ἐπορθιάζησθον

(그 둘은) 추켜세워지자

복수 ἐπορθιαζώμεθα

(우리는) 추켜세워지자

ἐπορθιάζησθε

(너희는) 추켜세워지자

ἐπορθιάζωνται

(그들은) 추켜세워지자

기원법단수 ἐπορθιαζοίμην

(나는) 추켜세워지기를 (바라다)

ἐπορθιάζοιο

(너는) 추켜세워지기를 (바라다)

ἐπορθιάζοιτο

(그는) 추켜세워지기를 (바라다)

쌍수 ἐπορθιάζοισθον

(너희 둘은) 추켜세워지기를 (바라다)

ἐπορθιαζοίσθην

(그 둘은) 추켜세워지기를 (바라다)

복수 ἐπορθιαζοίμεθα

(우리는) 추켜세워지기를 (바라다)

ἐπορθιάζοισθε

(너희는) 추켜세워지기를 (바라다)

ἐπορθιάζοιντο

(그들은) 추켜세워지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπορθιάζου

(너는) 추켜세워져라

ἐπορθιαζέσθω

(그는) 추켜세워져라

쌍수 ἐπορθιάζεσθον

(너희 둘은) 추켜세워져라

ἐπορθιαζέσθων

(그 둘은) 추켜세워져라

복수 ἐπορθιάζεσθε

(너희는) 추켜세워져라

ἐπορθιαζέσθων, ἐπορθιαζέσθωσαν

(그들은) 추켜세워져라

부정사 ἐπορθιάζεσθαι

추켜세워지는 것

분사 남성여성중성
ἐπορθιαζομενος

ἐπορθιαζομενου

ἐπορθιαζομενη

ἐπορθιαζομενης

ἐπορθιαζομενον

ἐπορθιαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπώρθιαζον

(나는) 추켜세우고 있었다

ἐπώρθιαζες

(너는) 추켜세우고 있었다

ἐπώρθιαζεν*

(그는) 추켜세우고 있었다

쌍수 ἐπωρθῖαζετον

(너희 둘은) 추켜세우고 있었다

ἐπωρθίαζετην

(그 둘은) 추켜세우고 있었다

복수 ἐπωρθῖαζομεν

(우리는) 추켜세우고 있었다

ἐπωρθῖαζετε

(너희는) 추켜세우고 있었다

ἐπώρθιαζον

(그들은) 추켜세우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπωρθίαζομην

(나는) 추켜세워지고 있었다

ἐπωρθῖαζου

(너는) 추켜세워지고 있었다

ἐπωρθῖαζετο

(그는) 추켜세워지고 있었다

쌍수 ἐπωρθῖαζεσθον

(너희 둘은) 추켜세워지고 있었다

ἐπωρθίαζεσθην

(그 둘은) 추켜세워지고 있었다

복수 ἐπωρθίαζομεθα

(우리는) 추켜세워지고 있었다

ἐπωρθῖαζεσθε

(너희는) 추켜세워지고 있었다

ἐπωρθῖαζοντο

(그들은) 추켜세워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἀγαμέμνονοσ γυναικὶ σημαίνω τορῶσ εὐνῆσ ἐπαντείλασαν ὡσ τάχοσ δόμοισ ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν, εἴπερ Ἰλίου πόλισ ἑάλωκεν, ὡσ ὁ φρυκτὸσ ἀγγέλλων πρέπει· (Aeschylus, Agamemnon, episode 4:1)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode 4:1)

  • ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλῃ ἐπορθιάζειν; (Aeschylus, Agamemnon, choral, strophe 55)

    (아이스킬로스, 아가멤논, choral, strophe 55)

유의어

  1. 추켜세우다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION