Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπολολύζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐπολολύζω ἐπολολύξω

Structure: ἐπ (Prefix) + ὀλολύζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to shout for joy, at or to, over or at

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπολολύζω ἐπολολύζεις ἐπολολύζει
Dual ἐπολολύζετον ἐπολολύζετον
Plural ἐπολολύζομεν ἐπολολύζετε ἐπολολύζουσιν*
SubjunctiveSingular ἐπολολύζω ἐπολολύζῃς ἐπολολύζῃ
Dual ἐπολολύζητον ἐπολολύζητον
Plural ἐπολολύζωμεν ἐπολολύζητε ἐπολολύζωσιν*
OptativeSingular ἐπολολύζοιμι ἐπολολύζοις ἐπολολύζοι
Dual ἐπολολύζοιτον ἐπολολυζοίτην
Plural ἐπολολύζοιμεν ἐπολολύζοιτε ἐπολολύζοιεν
ImperativeSingular ἐπολόλυζε ἐπολολυζέτω
Dual ἐπολολύζετον ἐπολολυζέτων
Plural ἐπολολύζετε ἐπολολυζόντων, ἐπολολυζέτωσαν
Infinitive ἐπολολύζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπολολυζων ἐπολολυζοντος ἐπολολυζουσα ἐπολολυζουσης ἐπολολυζον ἐπολολυζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπολολύζομαι ἐπολολύζει, ἐπολολύζῃ ἐπολολύζεται
Dual ἐπολολύζεσθον ἐπολολύζεσθον
Plural ἐπολολυζόμεθα ἐπολολύζεσθε ἐπολολύζονται
SubjunctiveSingular ἐπολολύζωμαι ἐπολολύζῃ ἐπολολύζηται
Dual ἐπολολύζησθον ἐπολολύζησθον
Plural ἐπολολυζώμεθα ἐπολολύζησθε ἐπολολύζωνται
OptativeSingular ἐπολολυζοίμην ἐπολολύζοιο ἐπολολύζοιτο
Dual ἐπολολύζοισθον ἐπολολυζοίσθην
Plural ἐπολολυζοίμεθα ἐπολολύζοισθε ἐπολολύζοιντο
ImperativeSingular ἐπολολύζου ἐπολολυζέσθω
Dual ἐπολολύζεσθον ἐπολολυζέσθων
Plural ἐπολολύζεσθε ἐπολολυζέσθων, ἐπολολυζέσθωσαν
Infinitive ἐπολολύζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐπολολυζομενος ἐπολολυζομενου ἐπολολυζομενη ἐπολολυζομενης ἐπολολυζομενον ἐπολολυζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to shout for joy

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION