헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐποικτίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐποικτίζω ἐποικτίσω

형태분석: ἐπ (접두사) + οἰκτίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to compassionate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποικτίζω

ἐποικτίζεις

ἐποικτίζει

쌍수 ἐποικτίζετον

ἐποικτίζετον

복수 ἐποικτίζομεν

ἐποικτίζετε

ἐποικτίζουσιν*

접속법단수 ἐποικτίζω

ἐποικτίζῃς

ἐποικτίζῃ

쌍수 ἐποικτίζητον

ἐποικτίζητον

복수 ἐποικτίζωμεν

ἐποικτίζητε

ἐποικτίζωσιν*

기원법단수 ἐποικτίζοιμι

ἐποικτίζοις

ἐποικτίζοι

쌍수 ἐποικτίζοιτον

ἐποικτιζοίτην

복수 ἐποικτίζοιμεν

ἐποικτίζοιτε

ἐποικτίζοιεν

명령법단수 ἐποίκτιζε

ἐποικτιζέτω

쌍수 ἐποικτίζετον

ἐποικτιζέτων

복수 ἐποικτίζετε

ἐποικτιζόντων, ἐποικτιζέτωσαν

부정사 ἐποικτίζειν

분사 남성여성중성
ἐποικτιζων

ἐποικτιζοντος

ἐποικτιζουσα

ἐποικτιζουσης

ἐποικτιζον

ἐποικτιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποικτίζομαι

ἐποικτίζει, ἐποικτίζῃ

ἐποικτίζεται

쌍수 ἐποικτίζεσθον

ἐποικτίζεσθον

복수 ἐποικτιζόμεθα

ἐποικτίζεσθε

ἐποικτίζονται

접속법단수 ἐποικτίζωμαι

ἐποικτίζῃ

ἐποικτίζηται

쌍수 ἐποικτίζησθον

ἐποικτίζησθον

복수 ἐποικτιζώμεθα

ἐποικτίζησθε

ἐποικτίζωνται

기원법단수 ἐποικτιζοίμην

ἐποικτίζοιο

ἐποικτίζοιτο

쌍수 ἐποικτίζοισθον

ἐποικτιζοίσθην

복수 ἐποικτιζοίμεθα

ἐποικτίζοισθε

ἐποικτίζοιντο

명령법단수 ἐποικτίζου

ἐποικτιζέσθω

쌍수 ἐποικτίζεσθον

ἐποικτιζέσθων

복수 ἐποικτίζεσθε

ἐποικτιζέσθων, ἐποικτιζέσθωσαν

부정사 ἐποικτίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐποικτιζομενος

ἐποικτιζομενου

ἐποικτιζομενη

ἐποικτιζομενης

ἐποικτιζομενον

ἐποικτιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION