Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπινέφελος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπινέφελος ἐπινέφελον

Structure: ἐπινεφελ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: nefe/lh

Sense

  1. clouded, overcast, cloudy

Examples

  • θέροσ ὡσ ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπινέφελον. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 5)
  • ἤδη δὲ μεθ’ ἡλίου τροπὰσ χειμερινὰσ καὶ ἡνίκα ζέφυροσ πνεῖν ἄρχεται, ὀπισθοχειμῶνεσ μεγάλοι, βόρεια πολλά, χιὼν καὶ ὕδατα πολλὰ συνεχέωσ, οὐρανὸσ λαι λαπώδησ καὶ ἐπινέφελοσ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 46)
  • ἐάρ δὲ ψυχρόν, βόρειον, ὑδατῶδεσ, ἐπινέφελον. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 48)
  • ὀγδόῃ πάντα παρωξύνθη, τρόμοι παρέμενον‧ οὖρα δὲ κατ’ ἀρχὰσ μὲν καὶ μέχρι τῆσ ὀγδόησ λεπτά, ἄχρω‧ ἐναιώρημα εἶχον ἐπινέφελον. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 8)
  • ἑξκαιδεκάτῃ οὖρα λεπτά, εἶχεν ἐναιώρημα ἐπινέφελον, παρέκρουσεν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 41)

Synonyms

  1. clouded

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION